Σύμφωνα με τα στάνταρ των ορκισμένων ακροατών της Τάνιας Τσανακλίδου, ανήκω –στην καλύτερη περίπτωση– στην κατηγορία του «φτερού»: την έχω ακούσει ζωντανά λιγότερο από 10 φορές, δεν κατάφερα (ακόμα) να τη δω στο θέατρο, ακούω τα περισσότερα τραγούδια της σε παλιούς δίσκους των δικών μου ή online. Χιλιάδες άτομα έχουν επηρεαστεί και εμπνευστεί από εκείνη, συνεπώς δεν είναι και τόσο μοναδικό ότι δηλώνω μεγάλος θαυμαστής της. Η μοναδικότητα, όμως, φωλιάζει στην καρδιά· και η Τσανακλίδου έχει φτιάξει ένα πολύ δικό της μέρος στην καρδιά και στην ψυχή μου. Τα συναισθήματα που μου έχουν προκαλέσει οι ερμηνείες της είναι ξεχωριστά και παντελώς δικά μου, όπως βέβαια και σε όσους την κρατούν σε εκτίμηση. Είναι επομένως ένα πολύ προσωπικό ζήτημα η αγάπη προς την ερμηνεύτρια και δείχνει κάπως άδικο για την ίδια να τη διεκδικούμε τόσες ψυχές. Οπότε διακηρύσσω την αγάπη μου υποχθόνια, με κάτι τέτοια κείμενα.
Στα μέσα του φετινού καλοκαιριού, το κατάμεστο Μικρό Θέατρο της Επιδάυρου την υποδέχτηκε σε δύο βραδιές με κεντρικό θέμα μουσικές από θεατρικές παραστάσεις. Η Τσανακλίδου, ντυμένη στα απαστράπτοντα ασημένια και περιβαλλόμενη από κίτρινα φώτα, αποτέλεσε καθρέφτισμα του νυχτερινού ουρανού πίσω της, με το ασημί, τηλαυγές φεγγάρι και τα χρυσά αστέρια. Αυτή η συναυλία δεν ήταν μία στεγνή, ακαδημαϊκή προσέγγιση στο θέμα «Τραγούδια απ' το Θέατρο», όπως διευκρίνισε και η ίδια. Αντιθέτως, ήταν μία συλλογή τραγουδιών/ραφών που βοήθησαν να συντεθεί η συναισθηματική, ιδεολογική και ερμηνευτική παλέτα της ερμηνέυτριας. Η συναυλία άνοιξε με Μάνο Χατζιδάκι –το χορωδιακό “Αν Κανείς Σας Ω! Θεατές Μας”– κι έκλεισε με Χατζιδάκι, με το (επίσης χορωδιακό) φινάλε της Πορνογραφίας του. Είχε σχήμα κύκλου λοιπόν η συναυλία, τον οποίον κι έκλεισε η επανεκτέλεση/encore της “Γκόλφως”, από τη συγκλονιστική παράσταση του Νίκου Καραθάνου: τα διπλά νοήματα των λέξεων ήρθαν να δέσουν τον κόμπο που ένωνε την αρχή με το τέλος.
Ο Χατζιδάκις, όπως παραδέχτηκε η τραγουδίστρια, υπήρξε το κύριο σημείο αναφοράς της σε συνάρτηση με τα θεατρικά τραγούδια. Οι μουσικές του χρωμάτισαν την παράσταση στην Επίδαυρο, γεμίζοντας κάτι παραπάνω από το ένα τρίτο του προγράμματος. Οι Όρνιθες, η Οδός Ονείρων, η Ευριδίκη, το Παραμύθι Χωρίς Όνομα και η Πορνογραφία απλώθηκαν θαρρείς με άνεση στις αρχαίες πέτρες του θεάτρου. Με την ίδια άνεση άνοιξε διάλογο με τα τραγούδια του Χατζιδάκι και η φωνή της Τσανακλίδου, με την τρεμάμενη γνώρα της Ευριδίκης στον Ορφέα, τα γυριστά της «ρο» να κουνάνε τα πέταλα του χρυσάνθεμου στο “Πουλί” της Οδού Ονείρων και τη θερμότητά της να ζωντανέυει –με τη βοήθεια του αναπάντεχα καλλίφωνου κοινού– το χάρτινο φεγγαράκι του Λεωφορείον Ο Πόθος. Παράλληλα, ο εξαιρετικός ακορντεονίστας Παναγιώτης Τσεβάς έδωσε τη φωνή του στο “Μανούλα Μου”, με την Τσανακλίδου να υπογραμμίζει την ερμηνεία του ανά καίρια σημεία.
Η συμμετοχή του συνέστησε την προσοχή μου σε ένα ακόμα θέμα της βραδιάς, ανείπωτο και λιγότερο εμφανές από εκείνο του θεάτρου, αλλά άρρηκτα συνδεδεμένο μαζί του και το ίδιο σημαντικό: το θέμα της αδελφότητας. Η Τσανακλίδου δεν βρισκόταν δηλαδή στη σκηνή με την πρόθεση της μεγάλης Ερμηνεύτριας και «ιέρειας» του τραγουδιού. Όταν λ.χ. ήρθε η σειρά της “Ταραντέλας”, ανέβασε τον παιδικό της φίλο και συνερμηνευτή του τραγουδιού Κώστα Θωμαΐδη κι αγκαλιασμένοι χόρεψαν τα βήματα του χορού, θυμίζοντας ζευγάρι παιδιών που παίζουν στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Έπειτα, ο Γιάννης Παπαζαχαριάκης –εκτός από τη στεντόρεια φωνή του και τα αρπίσματα της κιθάρας– χάρισε στην παράσταση και τις ενορχηστρώσεις. Παράλληλα, πολλά από τα τραγούδια ήταν χορωδιακά και (άριστα) ερμηνευμένα από τους μουσικούς, με τον καθένα να διατηρεί το ύφος του και τις φωνές όλων να δένουν σε μία γλυκύφωνη, παιχνιδιάρικη πολυφωνία. Όταν η Τσανακλίδου επιστρατεύει αυτήν τη μουσική αδελφότητα για να δώσει πνοή στα τραγούδια, κάθε άλλο παρά σβήνει τις δικές της ερμηνείες.
Μίλησα στην αρχή για τον χώρο που έχει φτιάξει η τραγουδίστρια μέσα μου. Μεγάλο κομμάτι της διακόσμησης αυτού του χώρου είναι βγαλμένο από το Μαγικό Κουτί του 1998. Παραγωγή της ίδιας, βγαλμένος από τις ομώνυμες παραστάσεις του 1996 και χρωματισμένος από τις υπέροχες πιανιστικές ερμηνείες του Τάκη Φαραζή, ο δίσκος εκείνος τη βρήκε στην ακμή της φωνής της και στην αποκορύφωση της θηλυκότητάς της. Η παράσταση στην Επίδαυρο τράβηξε –ηθελημένα ή αθέλητα– παράλληλες με τις ερμηνείες του Μαγικού Κουτιού, τόσο λόγω υλικού (6 από τα τραγούδια είναι κοινά), όσο και λόγω της εκ νέου συμμετοχής του Φαραζή.
Κι αν κανείς περίμενε τις επανεκτελέσεις της Τσανακλίδου κουρασμένες και θαμπές, διαψεύστηκε. Αντί να περπατήσει στους ίδιους ερμηνευτικούς δρόμους, έσκαψε μέσα της και βρήκε καινούριους. Σαφώς και παρέμεινε η «Τάνια», ο βηματισμός της ήταν ο ίδιος. Αλλά το πολεμοχαρές χαιρέτισμα στο μαύρο καράβι της "Τζένης Των Πειρατών" (μέρος των παραστάσεων του Μαγικού Κουτιού) δεν είχε πια την αβασάνιστη αντάρα του τότε. Αντίθετα, η γνωστή και αγαπημένη βιμπρασιόν της τραγουδίστριας κουβαλούσε έναν βαρύ θυμό, που μόνο τα χρόνια μπορούν να φέρουν. Τραγούδησε έτσι “Του Έρωτα Μέγα Κακό” από τη Μήδεια τόσο εσωτερικά, ώστε η παρουσία του κοινού φάνταζε σχεδόν παρεμβατική κι αμήχανη μπροστά στο θέαμα. Παρομοίως, οι καμπάνες του “Προδομένη Μου Αγάπη” μετρούσαν χάδια δοσμένα με μοναδική τρυφερότητα. Σ’ αυτήν λοιπόν την αναμέτρηση με το παρελθόν, η ερμηνεύτρια βγήκε νικήτρια.
Η Τσανακλίδου έχει επιτέλους εξιχνιάσει το μυστήριο του πώς θα μας βοηθήσει πραγματικά. Πλέον σημασία δεν έχει να μας γιατρέψει, απλά. Δίνει βεβαίως ακόμα την ψυχή της στο συναυλιακό σανίδι, αλλά αυτό δεν είναι καν το καλύτερο κομμάτι των παραστάσεών της. Βγαίνοντας στη σκηνή, η Τάνια κλέβει ψυχές. Είναι μία έξυπνη γυναίκα, η οποία έχει καταλάβει πως, αν ξεπεράσει και υπερακοντίσει τον εαυτό της, θα χαθούμε στην ερμηνεία της. Και εκεί μέσα είμαστε όλοι μαζί: ανεβοκατεβαίνουμε μαζί με την τονικότητα του βιμπράτο της και οδηγούμαστε στο σημείο αφετηρίας, την αρχή του μέλλοντος.
To είδος μας, Οι Άνθρωποι, δείχνει υπερβολικά συχνά το πρόσωπο του τέρατος· τόσο συχνά, ώστε σε κάνει να φοβάσαι για το μέλλον. Αλλά σ' αυτό Σαββατόβραδο του Ιούλη, η Τάνια Τσανακλίδου –στον βαρύ από τις μυρωδιές των εσπεριδοειδών αέρα της Επιδάυρου– εδραίωσε τον λόγο της εφεύρεσης των Ανθρώπων· να φτιάχνουν πράγματα θαυμαστά, που εμπνέουν τον κόσμο να γίνεται όλο και καλύτερος. Κατεβαίνοντας το γνώριμο δρομάκι από το θέατρο προς την Αρχαία Επίδαυρο, μέσα στα σκοτάδια και με σκονισμένα παπούτσια, αισθάνθηκα περήφανος για το είδος μας, περήφανος για τη συμβολή μίας από μας σε όλους μας. Και το συγκεκριμένο κείμενο είναι, κάπως, το ευχαριστώ μου σε εκείνη.
Setlist
Αν Κανείς Σας Ω! Θεατές Μας (Όρνιθες, 1964)
Ω! Καλή Μου Ξανθιά (Όρνιθες, 1964)
Η Κρουαζιέρα Του Διαδρόμου (Έκτο Πάτωμα, 1992)
Το Πάρτι (Οδός Ονείρων, 1962)
Το Πουλί (Οδός Ονείρων, 1962)
Μανούλα Μου (Οδός Ονείρων, 1962)
Το Τραγούδι Της Ευριδίκης (Ευριδίκη, 1960)
Το Στρείδι Και Το Μαργαριτάρι (Ισαβέλλα, 3 Καραβέλες & 1 Παραμυθάς, 1974)
Ταραντέλα (Σάββατο, Κυριακή, Δευτέρα, 1990)
Με Πιάνει Το Παράπονο Και Κλαίω (Μορμόλης, 1973)
Ψάχνω Ψάχνω (Μορμόλης, 1973)
Ο Μορμόλης (Μορμόλης, 1973)
Οι Ιππόται Πότε Πότε (Μακαρόνια Με Κέτσαπ, 2001)
Τα Κουμπάκια Ανάμεσα (Σκλάβι, 2000)
Το Τραγούδι Της Λίμνης (Ο Γλάρος, 1988)
Χάθηκα Μέσα Στη Ζωή Μου (Διαμάντια Και Μπλουζ, 1990)
Προδομένη Μου Αγάπη (Προδομένη Αγάπη, 1962)
Γκόλφω (Γκόλφω, 2013)
Του Έρωτα Μέγα Κακό (Μήδεια, 1990)
Αντίο Δρόμοι Του Βερολίνου (Μπεντ, 1980)
Surabaya Johnny (Όπερα Της Πεντάρας, 1975)
Η Τζένη Των Πειρατών (Όπερα Της Πεντάρας, 1975)
Η Βουλή (Όρνιθες, 1964)
Οι Κύκλοι (Όρνιθες, 1964)
Ρίχνω Την Καρδιά Μου Στο Πηγάδι (Παραμύθι Χωρίς Όνομα, 1965)
Μπαλάντα Των Αισθήσεων Και Των Παραισθήσεων (Πορνογραφία, 1982)
Τη Λένε Εύα (Τη Λένε Εύα, 2016)
Πορνογραφία (Πορνογραφία, 1982)
encore
Γκόλφω (Γκόλφω, 2013)