Το ζήτημα «Δύση ή Ανατολή» μοιάζει σχεδόν καταστατικό σε τούτη τη γωνιά της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Και προφανώς δεν επιλύεται με εύκολες λεκτικές επιτελέσεις του στυλ «Μένουμε Ευρώπη», καθώς τις περισσότερες φορές το ζήτημα τίθεται υπόρρητα και διαπερνάει, χωρίς εμείς να πάρουμε μυρωδιά, πολλές από τις εκφάνσεις του βίου. Στην πραγματικότητα, δεν μπορούμε να μιλάμε με όρους διάζευξης, όπου η μία απάντηση αποκλείει την άλλη· μόνο με όρους σύζευξης διατηρούμε την ελπίδα να βγάλουμε κάποτε μια κάποιαν άκρη: και Δύση και Ανατολή.
Είναι λοιπόν μια ρευστή διαλεκτική, μια διαρκής διαδικασία που μας φέρνει πότε κοντά στο μεν, πότε στο δε. Κάπως έτσι θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε και την προσέγγιση που επιχειρεί ο Σωκράτης Σινόπουλος στο νέο του κουαρτέτο. Διότι παρόμοιοι προβληματισμοί είναι εξ ορισμού εγγεγραμμένοι σ’ αυτό, ξεκινώντας από την ίδια του τη σύνθεση: ο Σινόπουλος στην πολίτικη λύρα, ο Γιάννης Κυριμκυρίδης στο πιάνο, ο Δημήτρης Τσεκούρας στο κοντραμπάσο και ο Δημήτρης Εμμανουήλ στα τύμπανα.
Απ’ τη μία, λοιπόν, η λύρα: ένα τόσο δα οργανάκι, το οποίο διαπερνά όμως ένας μεγάλος όγκος ιστορίας και παράδοσης· και απ’ την άλλη το πιάνο, μαζί με μια rhythm section η οποία, παρά τις κάποιες τροποποιήσεις του Εμμανουήλ, δείχνει περισσότερο προς τη Δύση. Αυτά τουλάχιστον στη θεωρία, γιατί στην πράξη δεν είναι τα όργανα που παίζουν τη μουσική, αλλά οι άνθρωποι –όπως ορθά παρατήρησε ο Σινόπουλος στη συζήτηση που ακολούθησε της συναυλίας στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών.
Μέσα σε μια σχεδόν γεμάτη αίθουσα (και μιλάμε εδώ για την κεντρική σκηνή της Στέγης), το κουαρτέτο του Σινόπουλου μας παρουσίασε την πρώτη του δουλειά, Eight Winds, η οποία κυκλοφόρησε πρόσφατα μέσω της ECM. Τα ζεστά ηχοχρώματά της, η εύθραυστη μελωδικότητά της και ο εγγενώς διφυής χαρακτήρας της, είχαν την τιμητική τους· και η απόδοσή τους επί σκηνής ήταν σε στιγμές μαγευτική.
Κάτι τέτοιο, βέβαια, συνέβη με όλες τις παρεκτροπές που υπονοεί η έμφαση που δίνεται στον αυτοσχεδιασμό. Το έχει πει κι ο Σινόπουλος, ότι είναι το στοιχείο με το οποίο συνέχονται αυτοί οι δύο διαφορετικοί κόσμοι. Τα θέματα των συνθέσεων, λοιπόν, ήταν η βάση· καθόριζαν, αν προτιμάτε, το πλαίσιο της συζήτησης. Όμως η ίδια η συζήτηση είχε σημασία και ποτέ καμία συζήτηση δεν μπορεί να επαναληφθεί επακριβώς ή να κρατηθεί απολύτως πάνω στις προκαθορισμένες γραμμές της, όταν βασίζεται σε μια επιτόπια σύμπραξη.
Μέσω των αυτοσχεδιασμών, το κουαρτέτο αναδείκνυε αυτό που πιστεύω ότι είναι η κυριότερη δύναμή του: η υποδειγματική συνεργασία μεταξύ των τεσσάρων μουσικών. Όταν αποφάσιζαν να απομακρυνθούν από τα θέματα (ή να εμβαθύνουν σε αυτά, αναλόγως τη σκοπιά που το βλέπει ο καθένας), ο όρος συνήθως ήταν η αφαίρεση, ο καθαρισμός του ηχητικού πεδίου που θα φιλοξενήσει τους γόνιμους διαλόγους, άρα η παραχώρηση χώρων από τον έναν μουσικό στον άλλον. Με εξαιρετικές αλληλοκαλύψεις, μα και με ώριμα παιξίματα από όλους, η μπάντα κέρδισε δίκαια το ομόθυμο χειροκρότημα του ακροατηρίου, όταν μετά από 70-80 λεπτά αποχώρησε από τη σκηνή.
Βεβαίως, ο ομαδικός αυτοσχεδιασμός, καθώς στηρίζεται περισσότερο στο επιτόπιο, ενέχει πάντοτε τους κινδύνους του. Μια ιδέα που δεν οδηγεί εκεί που φαινόταν ή μια άλλη που δεν ακολουθείται όπως «θα έπρεπε» από τους υπολοίπους –κάτι τέτοια είναι μέσα στο πρόγραμμα. Σημασία δεν έχει τόσο η αποφυγή του «λάθους», αλλά περισσότερο ο τρόπος με τον οποίον αυτό θα καλυφθεί και θα μετατραπεί τελικά από δυνητική καταστροφή, σε ευκαιρία ενός διαφορετικού δρόμου. Σποραδικά, μέσα στη συναυλία, μου ερχόταν λοιπόν η αίσθηση ότι το κουαρτέτο διερχόταν από τέτοιες καταστάσεις· έσπευδε όμως σχεδόν πάντα να με διαψεύσει, οδηγώντας τη μουσική σε κάποια στιγμιαία κορύφωση ή στην αρχή ενός εξαιρετικού σόλο.
Ξεχώρισαν, μεταξύ ίσων, ο Σινόπουλος με το εμβριθές του λεξιλόγιο στη λύρα και ο Τσεκούρας με την ένταση την οποία μπορούσε να διοχετεύει στα παιξίματά του, είτε μέσω γεμάτων γυρισμάτων, είτε μέσω μίας και μόνης νότας. Ήταν όμως μια πολύ όμορφη βραδιά συνολικά, επομένως το να επιμείνουμε σ’ αυτό ή σ’ εκείνο το επιμέρους σημείο δείχνει μάλλον αχρείαστο.
{youtube}adMh6Jhwohg{/youtube}