Ομολογώ πως, προτού φτάσω στο Six d.o.g.s. το βράδυ της Κυριακής, δεν είχα ιδέα περί τίνος επρόκειτο. Κι ένα πρόχειρο, ολιγόλεπτο ψάξιμο στο διαδίκτυο δεν θα έλεγα ότι αποσαφήνισε τα πράγματα...
Ένας εικαστικός καλλιτέχνης, λοιπόν, ο Πάνος Χαραλάμπους, Πρύτανης της Σχολής Καλών Τεχνών. Με πλούσιο (καθώς διαβάζω) έργο, το οποίο αναδεικνύει την «ποιητική διάσταση κοινών και καθημερινών υλικών», εξερευνώντας παράλληλα τη «σχέση των απλών χρηστικών αντικειμένων με τη μνήμη». Κι απ’ την άλλη ένας «ηχητικός και εικαστικός καλλιτέχνης», ο Τάσος Στάμου, με δραστηριότητα «στον χώρο της “εξερευνητικής” μουσικής», «κατασκευαστής πειραματικών μουσικών οργάνων», σε στενή επαφή με τον «χώρο του ελεύθερου αυτοσχεδιασμού και της ηλεκτρακουστικής σύνθεσης» και με έργα που έχουν «άμεση αναφορά σε απλά και καθημερινά αντικείμενα». Τα «καθημερινά αντικείμενα» ή «υλικά» είναι μια προφανής κοινή αναφορά, πώς όμως αυτά μπορούσαν να μεταφραστούν σε μουσική (ή, τέλος πάντων, όχι μόνο σε μουσική) πράξη;
Περασμένες 10 όταν δόθηκε το σήμα έναρξης, με το Six d.o.g.s. να έχει μαζέψει έναν ικανοποιητικό για την περίσταση αριθμό θεατών. Ο Χαραλάμπους ανέβηκε στη σκηνή προλογίζοντας –ομολογουμένως με αρκετό χιούμορ– το ιδιόρρυθμο DJ σετ που θα ακολουθούσε. Μπροστά του είχε ένα παλιό φορητό πικάπ, στο οποίο θα έπαιζε δίσκους γραμμοφώνου (των 78 στροφών). Αν μέναμε εδώ, τα πράγματα δεν θα απομακρύνονταν από ένα συγκεκριμένο πνεύμα, μιας εποχής στην οποία το παλιό βαφτίζεται vintage και η μανία για το παρελθόν ενδύεται με την κομψή ονομασία ρετρό. Όμως δεν ήταν αυτό το κόνσεπτ, παρ' όλο που ένας από τους σκοπούς της «μικρής σέχτας», στην οποία (κατά δήλωση του ιδίου) ανήκει ο Χαραλάμπους, είναι πράγματι η «επικαιροποίηση των νεκρών».
Το κλου δεν βρισκόταν μόνο στο τι έπαιζε το μικρό πικάπ, αλλά και στο πώς. Αντί βελόνας, ο Χαραλάμπους χρησιμοποιούσε διάφορα αιχμηρά αντικείμενα: από τα αγκάθια ενός κλαδιού τριανταφυλλιάς, μέχρι τα νύχια ενός βαλσαμωμένου αετού, τον οποίον μάλιστα διατηρεί από την παιδική του ηλικία. Ορίστε, λοιπόν, πώς η μουσική μνήμη, κυρίως μέσα από επιλογές τραγουδιών του Μεσοπολέμου (όπως λ.χ. το “Με Τις Τσέπες Αδειανές” του ρεμπέτη Γιώργου Κατσαρού), συναντούσε τη βιωματική· και πώς υλικά ίσως όχι τόσο κοινά μα σίγουρα αναπάντεχα, ενδύονταν μια παράδοξη ποιητική διάσταση.
Ακολουθώντας χειροκίνητα τις αυλακιές του δίσκου έτσι όπως γυρνούσε –πότε εντείνοντας την πίεση της αυτοσχέδιας βελόνας, πότε μεταπηδώντας από αυλάκι σε αυλάκι, πότε απλώς ακολουθώντας τη ροή τους– το σετ του κυρίου Πρύτανη είχε εντός του κι ένα στοιχείο σουρεαλισμού: να τον βλέπεις π.χ. να κρατάει για βελόνα ένα ολόκληρο βαλσαμωμένο πουλί, ενώ στα ηχεία ακουγόταν αμυδρά ένα «αητοφανές», όπως το προλόγισε, δημοτικό τραγούδι. Και ναι, υπήρχε η νοσταλγία στη μέση, με τις νότες να διακρίνονται με δυσκολία μέσα από τα παράσιτα και τα φάλτσα του χρόνου, όμως δεν ήταν μια νοσταλγία που προκαλεί αδράνεια, αλλά ένα ζωντανό «υλικό», διαθέσιμο χρησιμοποίηση.
Για τη συνέχεια, υπήρχε ένα σόλο του Τάσου Στάμου, προτού οι δυο τους συναντηθούν στο τρίτο μέρος. Τα εργαλεία του Στάμου ήταν κατά βάση παιδικά παιχνίδια –κάτι σαν μεγάλο μουσικό κουτί (με έναν περιστρεφόμενο κύλινδρο που κινητοποιούσε ράβδους οι οποίες χτυπούσαν νότες), διάφορες καραμούζες, ένας μίνι τηλεβόας κ.ά. Μαζί ένα… αρμόνιο τσέπης, ένα μικρό σαντούρι, μια μικρή κονσόλα, μια λουπιέρα και φυσικά ένα μικρόφωνο. Νάτο πάλι το παρελθόν να πιάνει στασίδι στο παρόν (τα παιχνίδια ενός παιδιού στην υπηρεσία της «ενήλικης» πρωτοπορίας), και πάλι όμως χωρίς τις παραλυτικές επιπτώσεις που έχει συνήθως κάτι τέτοιο.
Διότι οι λούπες του Στάμου δεν έμεναν μόνο στο αλλόκοτο της πηγής από την οποία προήλθαν· δομούσαν ένα συγκεκριμένο μουσικό περιβάλλον, το οποίο πύκνωνε και αραίωνε εξαιρετικά, φέρνοντας μάλιστα σε ορισμένες στιγμές μια αναπάντεχη δραματικότητα. Τόσο στην αρχή του σετ, όπου ο Στάμου βασίστηκε στις περιστροφές εκείνου του κυλίνδρου (με τα τριξίματά του να στέκονται, ίσως, σε μία είδους συστοιχία με τα παράσιτα του γραμμοφώνου του Χαραλάμπους προηγουμένως), όσο και στη διάρκεια, όταν το δοξάρι ακουμπούσε τις χορδές του σαντουριού· υπήρχε μια ένταση η οποία φαινόταν να επιζητούσε την αντιπαραβολή με τη φύση των οργάνων.
Όσον αφορά στην κοινή τους παρουσία, έγινε «εξ αποστάσεως». Ο Χαραλάμπους στεκόταν δηλαδή δίπλα στον ηχολήπτη και χειριζόταν βίντεο (εικάζω από την έκθεσή του Aquis Submersus, η οποία τρέχει αυτόν τον καιρό στην Κυψέλη, στο κτίριο του αρχιτέκτονα Αριστομένη Προβελέγγιου), ενώ ο Στάμου, επικεντρωμένος στην κονσόλα του, έπαιρνε (αν κατάλαβα καλά) τον ήχο από το βίντεο και τον επεξεργαζόταν. Στο πρώτο λ.χ. βίντεο, το οποίο έδειχνε σε επαναληπτικές κινήσεις την παραδοσιακή αντιμετώπιση του κρυολογήματος (και όχι μόνο) –δηλαδή τις βεντούζες στην πλάτη– ο Στάμου έπαιζε τόσο με τη ρυθμικότητα που δημιουργούσε το βάλε/βγάλε των βεντούζων, όσο και επεξεργαζόμενος τον απόηχό τους. Κάτι παρόμοιο έκανε και αργότερα, όταν το βίντεο έδειχνε μια θάλασσα από βινύλια και το χαλάζι που έπεφτε πάνω της. Επίσης εξαιρετικά, τόσο τα βίντεο του Χαραλάμπους, όσο και η ηχητική αντιμετώπιση του Στάμου. Επομένως και η ολότητα του οπτικοακουστικού.
Δεν ξέρω αν είναι άποψη ημιμαθούς περί των τεκταινομένων στη σύγχρονη τέχνη, όμως η αίσθησή μου είναι ότι, πολλές φορές, το μέσον κατακτά το μήνυμα κι έτσι η τέχνη ψάχνει έξυπνους τρόπους για να κάνει κάτι που κατά τα λοιπά δεν βρίθει πρωτοτυπίας. Την Κυριακή το βράδυ, πάντως, το όριο αυτό νομίζω πως ξεπεράστηκε, δεδομένου ότι οι παράδοξες τεχνικές κατάφεραν να στήσουν ένα σχετικά πλήρες οπτικοακουστικό αποτέλεσμα και να αποδώσουν, με κάποιον τρόπο, το νόημα που απορρέει από τα προλεγόμενα (βλ. τα αποσπάσματα από το πληροφοριακό δελτίο του Six d.o.g.s., τα οποία παρατέθηκαν στην εισαγωγή).
{youtube}2uZKbstPhhA{/youtube}