Είχα αρκετό καιρό να δω την Τάνια Γιαννούλη λάιβ, από την ανοιξιάτικη σύμπραξή της με τον Σόλη Μπαρκή, ο οποίος τη συνόδευσε και πάλι προχθές το βράδυ στη σκηνή του Six d.o.g.s. Το κοινό, ολιγάριθμο· 29 το σύνολο, αλλά ας μην κοροϊδευόμαστε: αυτές είναι οι δυναμικές του τζαζ αυτοσχεδιασμού στην Ελλάδα –μην ξεγελιόμαστε με κάποιες ειδικές βραδιές, όπως το πρόσφατο In Mute Festival στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, που συνδύασε αυτοσχεδιασμό και κινηματογράφο. Ήταν όμως κοινό και διαβασμένο, μα και ζεστό στην απόκρισή του απέναντι στο 5μελές σχήμα. Και όχι άδικα.
Η τετράδα που συνέπραξε με τη Γιαννούλη διέθετε εκλεκτές μονάδες. Ο προαναφερθείς Σόλης Μπαρκή μπορεί να αδικήθηκε από την ηχοληψία και ενίοτε να χρειάστηκε να στήσουμε αυτί ώστε να καταλάβουμε τις συχνότητες και ρυθμολογίες που εξέπεμπε είτε σείοντας, είτε χτυπώντας τα λογής-λογής αντικείμενα που είχε ως οπλοστάσιο, αλλά –αν όντως έστηνες αυτί– θα άκουγες την απόσταση από την πλεονεξία την οποία κράτησε ως εκτελεστής: δεν τον ενδιέφερε να ξεχωρίσει, μα απλά να προσθέσει το λίθο του. Ο Αλέξανδρος Μποτίνης στο τσέλο κέρδισε σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις τις εντυπώσεις με τη λυρικότητά του, μα και με τον ίδιο τον ισορροπημένο ήχο τον οποίον παρήγαγε. Πολλοστή φορά που απολαμβάνω τον συγκεκριμένο τσελίστα και λέω μπράβο για την οργανοπαιξία του.
Ο Γιάννης Νοταράς στα τύμπανα αποδείχθηκε πιο συγκρατημένος από αυτό που έπρεπε: θεωρώ δηλαδή ότι, σε φάσεις, κολλούσε απόλυτα με το κλίμα της συναυλίας να ηχήσει το ταμπούρο του πιο δυναμικά, δίδοντας έτσι μια πιο νευρώδη έκταση στις συνθέσεις. Ο Guido De Flaviis, από την άλλη –στο βαρύτονο και σοπράνο σαξόφωνο– αναδείχθηκε σαφώς στο επίκεντρο των χειροκροτημάτων μετά την πρωταγωνίστρια της βραδιάς. Προσωπικά είχα καιρό να ακούσω τόσο καλό σβήσιμο από παίκτη σε τελειώματα φράσεων (όπως φάνηκε για παράδειγμα στο "Obsession"). Μπορεί στα δικά μας αυτιά να ήταν πιο βερμπαλιστικός απ' ό,τι αντέχουμε σε μια τζαζ συναυλία (δεν έχει να κάνει με σοβαροφάνεια αυτό, αλλά με την «too much» ιδιοσυγκρασία του, που στην προσπάθεια να μην υπάρξει κενό ανάμεσα στα κομμάτια μάλλον υπερέβαλε), εντούτοις ο Ιταλός μουσικός ανεδείχθη σε μορφή της βραδιάς, υπογράφοντας με τον θαυμάσιο τόνο του –ειδικότερα στο σοπράνο– όπου κι αν έπαιξε. Η ίδια δε η λιπόσαρκη και περιποιημένη σε επίπεδο styling φιγούρα του συνείσφερε κι εκείνη στο αποτέλεσμα.
Η Τάνια Γιαννούλη, τώρα, είχε τη σταθερότητα που πάντα απαντάται στα λάιβ της. Χωρίς περιττές επιδείξεις, με χρήση και του εσώτερου πιάνο, και με μετρονομημένο σε βαθμό... κακουργήματος παίξιμο (κάποια στιγμή έψαχνα κάποιο looper επί δαπέδου). Κι όλα αυτά συνοδευόμενα από λίγο άγχος, από λακωνικότητα στις εκφράσεις και από απουσία κάθε διάθεσης ντιβισμού.
Αυτό που προσωπικά συνειδητοποίησα την Κυριακή στο Six d.o.g.s. είναι ότι ναι μεν η Γιαννούλη αρέσκεται ακόμα και σε σπασμένες ενορχηστρώσεις, μεγάλο όμως μέρος του υλικού της είναι λυρικό. Mάλιστα, σε συνθέσεις που ακούσαμε από την επερχόμενη δουλειά της –με χαρακτηριστικότερη περίπτωση το "11/8" στο κλείσιμο του κυρίως μέρους– γενικευόταν μια ευρωπαϊκή μενταλιτέ με σχεδόν μεσογειακή πατίνα (κάτι που δεν είχε να κάνει μόνο με τον Guido De Flaviis, ο οποίος απομακρύνεται από την παγωμένη οργανοπαιξία της Σκανδιναβίας και Γερμανίας), αλλά και μια μεθυστικότητα στις ενορχηστρώσεις. Όπως αυτή που ακούσαμε να ρέει στη "Θάλασσα", που, λόγω απαίτησης του κοινού, έτυχε και δεύτερης εκτέλεσης στο encore.
Μικρή(;) διαφωνία υπάρχει στο πως στήθηκε η setlist της βραδιάς, μιας και στο μέσο του σετ είχαμε μεν θαυμάσια μουσική, αλλά όχι νεύρο· με αποτέλεσμα οι πολλές ECM επιρροές του Ensemble να κατεβάσουν λίγο τους δείκτες έντασης και να κινδυνέψουμε να χάσουμε ρυθμό και σφυγμό –κάτι που, κατά τη γνώμη μου, έπρεπε να σώσει ο Νοταράς στα τύμπανα. Το προαναφερθέν "11/8", για παράδειγμα, θα έδινε διαφορετική όψη στη συνολική εικόνα, εάν είχε τοποθετηθεί στο κέντρο.
Το πηλίκο της βραδιάς παραμένει βέβαια θετικό, κάτω από οποιοδήποτε πρίσμα και αν εξετάσει κανείς την εμφάνιση. Θεωρώ ωστόσο ότι το νεύρο έλειψε όχι μόνο στο μέσον του σετ, μα και στη συνολική θεώρηση του συγκεκριμένου λάιβ. Και είναι περίεργο, διότι η Γιαννούλη διαθέτει παρυφές αν όχι στο ξύλο, σίγουρα στα σπασμένα. Γι' αυτό και θεωρώ ότι είναι φάση της και όχι μόνιμη υπογραφή της η συγκεκριμένη ηχητική περίοδος, της οποίας το αποτύπωμα απολαύσαμε την Κυριακή το βράδυ.
{youtube}BsT4S75V8g4{/youtube}