Ήταν και το πρόγραμμα διαλεχτό, ήταν και οι μουσικοί καλοί, στάθηκε και η απόδοσή τους εξαιρετική. Κι όμως, το θερμό χειροκρότημα που έπεσε στο τέλος αφορούσε σε μια συνολικότερη αίσθηση, που δεν μπορείς να τη «βρεις» αν απλά προσθέσεις τις παραπάνω συνισταμένες. Και δεν είναι νομίζω τυχαίο πως κανείς σχεδόν δεν έφυγε έτσι απλά στο πέρας της βραδιάς, πριν δηλαδή περάσει μια βόλτα backstage (ναι, έχουν ξέρετε και οι κλασικές συναυλίες backstage) για να πει μια κουβέντα με τον Μάνο Αβαράκη και τη Σοφία Καμαγιάννη. Και όχι, δεν ήταν όλοι γνωστοί τους.
Το ρεσιτάλ, αν και άφησε μικρούς μα καίριους χώρους στους δύο πρωταγωνιστές ώστε να λάμψουν και αυτόνομα, δομήθηκε στη συνύπαρξη του πιάνου της Καμαγιάννη με τις φυσαρμόνικες και τις μπαρόκ φλογέρες του Αβαράκη. Αρθρώθηκε δε σε 2 τμήματα, τα οποία –κάπως καταχρηστικά μα όχι άστοχα– μπορούμε να περιγράψουμε ως το «πιο κλασικό» και το «πιο ποπ». Στο πρώτο δηλαδή ακούσαμε (ενδεικτικά) Erik Satie, Antonio Vivaldi, Franz Shubert, Jacques Offenbach και Georges Bizet, ενώ στο δεύτερο είχαμε "Que Sera, Sera", Nino Rota, "Amazing Grace", "Quizas-Quizas-Quizas" και "La Foule", με προσωπικές συνθέσεις των Αβαράκη & Καμαγιάννη να διανθίζουν τον συνολικό σκελετό του ρεπερτορίου.
Η Καμαγιάννη αναδείχθηκε στην εγκρατή, ήρεμη δύναμη της περίστασης. Ήταν ωστόσο εκείνη που ανέλαβε το όποιο μπλα-μπλα με το κοινό χρειαζόταν η βραδιά, πάντα βέβαια με μια συστολή· «δεν δείχνει ιδιαίτερη εξοικείωση με τέτοια πράγματα», σημείωσα νοερά. Κατά τα λοιπά, ασχολήθηκε με το πιάνο της με τρόπο υποδειγματικό, βρίσκοντας φίνους χρωματισμούς όταν έπρεπε να πρωταγωνιστήσει (έπαιξε εκπληκτικά τον Satie, για παράδειγμα) ή αποσυρόμενη διακριτικά στο «φόντο» όταν χρειαζόταν να δώσει χώρο στον συνεργάτη της. Μη τη φανταστείτε πάντως βυθισμένη σε πλήκτρα και παρτιτούρες: το βλέμμα της ήταν σταθερά προσηλωμένο στον Αβαράκη και οι εκτελέσεις της απόλυτα εναρμονισμένες με το τι έκαναν παράλληλα/συμπληρωματικά οι φυσαρμόνικες και οι φλογέρες του. Αξίζει επίσης μνεία σε δύο εξαιρετικές δικές της συνθέσεις, τη "Φολέγανδρο" –με μια θαυμάσια, λυρική μελωδία να τη διατρέχει– και το "Νυχτοφάναρο", δείγμα των ηλεκτρακουστικών της ανησυχιών, στο οποίο έπαιξε ζωντανά πιάνο πάνω από προηχογραφημένα μέρη.
Ο Αβαράκης υπήρξε ο εξωστρεφής, ζωηρός κινητήριος μοχλός της βραδιάς. Δεν ήταν δηλαδή απλά ένας δεξιοτέχνης, κάτοχος των μουσικών μυστικών της φυσαρμόνικας και των διαβαθμίσεων των μπαρόκ φλογέρων –από την επιβλητική σε μέγεθος μπάσα, ως τη μικρούλα και ολίγον οχληρή συχνοτικά σοπρανίνο. Ούτε απλά ένας ευφυής ενορχηστρωτής, ικανός να μπάσει την προαναφερθείσα μπάσα φλογέρα στο "Gnossienne 1" του Satie, μετασχηματίζοντας τη διάσημη σύνθεση. Ήταν, πάνω από όλα, ένας εκπληκτικός περφόρμερ, που μας ξεσήκωσε με την κίνησή του, με την ενέργειά του, με εκείνον τον απίστευτο τρόπο με τον οποίον σειόταν και λικνιζόταν ενώ φυσούσε. Και μάλιστα μας εντυπωσίασε από νωρίς, παίζοντάς μας σόλο έναν άγνωστο στους πολλούς γαλλικό σκοπό του 15ου αιώνα, το "Tourdion" του Pierre Attaignant. Έδειξε δε την ίδια άνεση και την ίδια ευκολία προσαρμογής τόσο στο κλασικό ρεπερτόριο, όσο και στις πιο ποπ στιγμές της βραδιάς, όντας, συνολικά, μια καταπληκτική περίπτωση.
Αξίζει να σημειωθεί πως, αν και η αίθουσα του KYKLOS στις εγκαταστάσεις του Ωδείου Αθηνών δεν έχει μεγάλη χωρητικότητα, δεν ήταν και λίγος ο κόσμος που έδωσε το παρών το Σάββατο το βράδυ. Θεωρώ δε ότι ένα τέτοιο χαρισματικό ντουέτο –με αυτό ακριβώς το «κοκτέιλ» μεταξύ οικείων μελωδιών και πιο προχωρημένων συνθέσεων– μπορεί εύκολα να βρει κοινό αν διαδοθεί η φήμη του· στηρίζοντας επιτυχημένες βραδιές είτε σε πιο ευρύχωρα κλειστά μέρη, είτε σε υπαίθριες εκδηλώσεις κατά την καλοκαιρινή σαιζόν.
{youtube}kp0ehDMiqyk{/youtube}