Ο Νίκος Λαάρης δεν μοιράζει προγράμματα στους θεατές των συναυλιών του –τουλάχιστον σε όσες έχω παρακολουθήσει. Δεν τα χρειάζεται. Είναι ο ίδιος το καλύτερο «πρόγραμμα» που θα μπορούσες να διαθέτεις, καθώς δεν του αρέσει το δογματικό κλασικό πρωτόκολλο. Σηκώνεται έτσι από το πιάνο του τακτικά και μας μιλάει ο ίδιος για όσα πρόκειται ν' ακούσουμε. Μας τα συστήνει: και σε επίπεδο πληροφορίας, μα και με τη θέρμη του μουσικού που τρέφει για εκείνα ιδιαίτερη αγάπη και θαυμασμό. Μου αρέσει πολύ αυτή η προσέγγιση, προσωπικά.
Το βράδυ της Κυριακής, στο γεμάτο θεατράκι του πολυχώρου Beton7, ο Νίκος Λαάρης παρουσίασε το πιανιστικό έργο του σερ John Tavener. Ρεπερτόριο δηλαδή ασυνήθιστο, που ακόμα και το εξοικειωμένο με την κλασική μουσική κοινό μάλλον δεν γνωρίζει καλά· φτιαγμένο από έναν εξίσου ασυνήθιστο δημιουργό, έναν μεγάλο Βρετανό, έναν από τους σπουδαιότερους συνθέτες του 20ου αιώνα. Έβρισκα πάντα κρίμα που το μεν ευρύ κοινό δεν είναι καλά πληροφορημένο για τη σχέση του Tavener με τη χώρα μας, ο δε ποπ/ροκ κόσμος δεν γνωρίζει καν σαν όνομα έναν άνθρωπο ο οποίος υπήρξε φίλος με τον John Lennon και έγραψε το "Prayer Of The Heart" για τη Björk.
O πιανιστικός Tavener, τώρα, δεν είναι μεγάλος σε όγκο. Είναι όμως σε βάθος και σε προσωπικότητα κι έτσι έχει σημασία πώς θα διαλέξεις να τον παρουσιάσεις σε ένα αφιέρωμα. Και ο Λαάρης πέτυχε νομίζω διάνα, ξεκινώντας μας από τα απτά ("In Memory Of Two Cats", "Mandoodles") και καταλήγοντας στην πολυσύνθετη, απαιτητική "Pratirupa", με το ολιγόλεπτο "Zodiacs" να χρησιμοποιείται κάπως σαν πρελούδιό της. Μας πήγε έτσι από έναν πιο καθημερινό, μινιμάλ λυρισμό σε μια οικουμενική, φιλοσοφική εμπειρία υπέρβασης των γήινων· ή, αν θέλετε, από τις γάτες στον Θεό –με ενδιάμεση στάση στον πνευματικό άνθρωπο. Εκείνον που τοποθετήθηκε κάπου στη μέση του πρόγραμματος, αρχικά με το "Palin" (γραμμένο στο μοναστήρι της Πάτμου, την εποχή που ο Tavener ασπάστηκε την Ορθοδοξία) και ύστερα με την "Υπακοή".
Ο Λαάρης εκφράστηκε με ενάργεια πάνω σε όλα αυτά, φανερώνοντας και μελέτη, μα και καλή επαφή με τα έργα του Tavener. Χαλαρός αλλά συνάμα θερμός στα πιο «ήσυχα» μέρη, βροντερός στις εντάσεις και στα ξεσπάσματα, άλλαζε πρόσωπα ανάλογα με τις διαθέσεις του υλικού, χωρίς να χάνει τον σταθερό ορίζοντα πνευματικότητας που εμπεριείχε το τελευταίο. Στην "Υπακοή" ειδικά, η εξαιρετική του εκτέλεση βρέθηκε κοντά στη σφριγηλή οπτική του Ralph Van Raat για το κομμάτι, μα την ίδια στιγμή διέθετε μια σαφώς πιο ελληνική αύρα (ας την πούμε «χατζιδακική», χάριν συνεννόησης). Στη δε "Pratirupa" υπήρξε τέτοια η ένταση του παιξίματος, ώστε στο φινάλε το αριστερό του πόδι έμεινε για λίγο να ίπταται ελαφρώς στον αέρα. Ποτέ δεν υπήρξα βέβαια φίλος του συγκεκριμένου κομματιού –μάλλον με εκνευρίζουν κάποια φασαριόζικα, επαναλαμβανόμενα μοτίβα και η γενικότερα μη Δυτική κατεύθυνση ορισμένων τμημάτων· αλλά αυτό είναι προσωπική μου υπόθεση, άσχετη με την απόδοση του Λαάρη, η οποία υπήρξε υποδειγματική.
Το συγκρατημένα θερμό χειροκρότημα στο τέλος της βραδιάς δεν ήταν αντιπροσωπευτικό για το πόσο άρεσε η συναυλία. Φάνηκε πολύ παραπάνω, νομίζω, από το ότι σύσσωμο έπειτα στο κοινό ένιωσε την ανάγκη να πάει να χαιρετίσει τον πιανίστα στα μετόπισθεν.
{youtube}I35e7VrN4qA{/youtube}