Είναι εύκολο να ξεχάσεις, αν τρέχεις να προλάβεις τον καταιγισμό των ποπ-ροκ-τζαζ-έντεχνων-δεν ξέρω τι άλλο κυκλοφοριών, ότι υπάρχουν εκεί έξω κι άλλοι κόσμοι, οι οποίοι ελάχιστη σχέση έχουν με τον διψασμένο για προσοχή τρόπο που έχουμε πια συνηθίσει να περιμένουμε από τους (πολυδια)φημισμένους εκπροσώπους της μουσικής που κυριαρχεί στα ραδιόφωνα, στα νυχτερινά στέκια και στα ακουστικά μας. Κι έτσι, όταν έρθεις σε επαφή με μια τέτοια εμπειρία, νιώθεις σαν να κάνεις reboot στο μουσικό σου σύστημα· σαν να σου δίνεται μια ευκαιρία να επανεκτιμήσεις τις προτεραιότητες και τα θέσφατα που έχεις ορίσει στο κεφάλι σου. Ακριβώς αυτήν την ευκαιρία είχα την περασμένη Παρασκευή στο PassPort.
Χωρίς να είμαι επαρκής γνώστης του κόσμου από τον οποίον έρχεται, γνωρίζω ότι ο Βασίλης Σταυρακάκης θεωρείται ένας από τους καλύτερους ερμηνευτές της κρητικής παράδοσης, αλλά κι ένα από τα πρόσωπα-κλειδιά που συνδέθηκαν με την ανανέωσή της από τη δεκαετία του 1980 και μετά. Και σίγουρα μπορώ να μεταφέρω όσα παρακολούθησα και όσα ένιωσα εκείνη τη βραδιά, βεβαιώνοντας ότι με συνεπήραν όπως λίγα πράγματα τον τελευταίο καιρό.
Ήταν μάλλον αναμενόμενο ότι ο Σταυρακάκης και οι μουσικοί του θα αργούσαν να ανέβουν στη σκηνή –πράγματι, χρειάστηκε να φτάσουμε στα δέκα λεπτά μετά τις 23:00 για να τους δούμε να παίρνουν θέσεις στο σανίδι: στα αριστερά ο Γιάννης Παπατζανής με τα κρουστά του, μετά ο Σταυρακάκης με το μαντολίνο του, έπειτα ο Ζαχαρίας Σπυριδάκης με τη λύρα του και στα δεξιά ο Γιώργος Μανολάκης με το λαούτο του. Και με το που ξεκίνησαν, με ένα ορχηστρικό, ήξερες ότι εδώ ήσουνα κι ότι θα πέρναγες πολύ καλά.
Στο πρώτο μέρος ακούστηκαν τραγούδια όπως "Τση Θύμισης Τ’ Αχνό", "Θάλασσα Μαύρη" (αμφότερα από το άλμπουμ του Σταυρακάκη με τον Ross Daly, Ηχώ Του Χρόνου), "Μόνο Εκείνος Π’ Αγαπά", "Ποτέ Μου Να Μην Πιω Κρασί" κ.ά. Σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας, η εικόνα των τεσσάρων μουσικών ερχόταν σε μεγάλη αντίθεση με τον ήχο που παρήγαν: από τη μία οι κινήσεις τους ήταν ελάχιστες –οι απολύτως απαραίτητες– από την άλλη η ένταση, το πάθος, η συνολικά... εξωφρενική δεξιοτεχνία, ξεχείλιζαν από τη συνισταμένη των ηχοχρωμάτων των οργάνων τους. Ο Σταυρακάκης και ο Σπυριδάκης σχεδόν δεν σήκωναν το κεφάλι, ενώ οι Παπατζανής και Μανολάκης στα άκρα, σε ρόλο σωματοφυλάκων θα 'λεγες, φρόντιζαν να ρίχνουν ματιές προς τα μέσα και να σκάνε κι ένα χαμόγελο πού και πού. Εκεί γύρω στο μισάωρο μετά τα μεσάνυχτα το κέφι άναψε για τα καλά κι άρχισε και ο χορός στον χώρο μπροστά από τη σκηνή, που είχε μείνει ανοιχτός ακριβώς για αυτόν τον σκοπό. Τελευταίο πριν το διάλειμμα ακούστηκε το "Πάρε Με Νύχτα".
Το διάλειμμα τράβηξε κάπως παραπάνω από όσο θα έπρεπε και η επιστροφή, με τα "Χαράμι Σου Να Σου Γενεί" και το ριζίτικο "Το Όνειρο (Ο Μπέλος)", βρήκε το κοινό μάλλον κρύο. Η συνέχεια ήρθε με το "Χατήρι" και τη "Μέθη" (μεταξύ άλλων), ενώ ακολούθησε μια κατανυκτική σόλο φωνητική απόδοση του "Κόρη Και Νιος" από τον Παπατζανή, που πραγματικά έκοψε την ανάσα όλων. Παρ’ όλα αυτά, το κέφι απουσίαζε από τη μεριά των θαμώνων και ο Βασίλης Σταυρακάκης ένιωσε, εκεί γύρω στις 2:30, ότι έπρεπε να σταματήσει. Φυσικά κανείς δεν ήθελε κάτι τέτοιο και η ορχήστρα συνέχισε, έστω και χωρίς τον επικεφαλής της σε μερικά σημεία, μέχρι που κάποια στιγμή επανήλθε ο χορός και η βραδιά έφτασε σε κορύφωση, 4 ώρες από τη στιγμή που ξεκίνησε, με έναν δυνατό πεντοζάλη και την τετράδα να αποδίδει σε δαιμονιώδη φόρμα.
Δεν ήταν γεμάτο το PassPort την Παρασκευή: τα τραπέζια γέμισαν όλα, αλλά το μπαρ και οι γύρω χώροι είχαν αρκετές κενές θέσεις. Παρότι κάτι τέτοιο καθόλου ευχάριστο δεν είναι ούτε για τους μουσικούς, ούτε για την επιχείρηση, βοήθησε κατά πολύ στην όλη ατμόσφαιρα, καθώς απουσίασε η οχλαγωγία και η οπτική επαφή με τη σκηνή ήταν απρόσκοπτη. Ήταν έτσι ιδανικές οι συνθήκες για να παρακολουθήσει κανείς με προσοχή την εμφάνιση των τεσσάρων μουσικών από την Κρήτη. Και έγινε εμφανές ότι όλοι όσοι βρέθηκαν στην πειραιώτικη σκηνή εκείνο το βράδυ ήξεραν πολύ καλά για ποιον λόγο έδιναν το παρών.
Κρατάω πολλά λοιπόν από όσα είδα, άκουσα και ένιωσα κατά την εμφάνιση του Βασίλη Σταυρακάκη και των εξαιρετικών μουσικών του στο PassPort. Θα θυμάμαι σίγουρα ότι δεν χρειάζονται ακροβατικά και φώτα για να σε μαγνητίσει ένα συγκρότημα, ότι το πώς αναβλύζει η μουσικότητα και η ένταση ενός οργανοπαίχτη πρώτα από όλα φαίνεται στον ήχο που βγάζει και ότι η τηλεπαθητική επικοινωνία μπορεί, τελικά, να είναι υπαρκτό φαινόμενο. Και βέβαια βάζω επείγουσα σημείωση στον εαυτό μου να ξαναπιάσω το νήμα της κρητικής μουσικής, που κάποτε είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω από κοντά. Υπάρχουν σπουδαίοι θησαυροί εκεί προς ανακάλυψη και μια παράδοση που παραμένει ζωντανή και ανθίζουσα.
{youtube}RQbLdkLjLcg{/youtube}