Δεν ήξερα τι να περιμένω από την παράσταση Στο Γαλατά Ψιλή Βροχή. Στον δρόμο μάλιστα προς το 206 της Πειραιώς –για εκεί δηλαδή όπου βρίσκεται το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης– προετοίμαζα τον εαυτό μου για μια ίσως αδιάφορη αλλά τουλάχιστον ξεκούραστη βραδιά. Στο δεύτερο έπεσα μέσα. Για το πρώτο ούτε λόγος.
Κι όμως, μπαίνοντας στην αίθουσα και αντικρίζοντας το λιτό σκηνικό με τη γκραβούρα της Πόλης για φόντο και τα... χριστουγεννιάτικα φωτάκια(!) γύρω της, ήμουν σίγουρος ότι θα επιβεβαιώνονταν οι προβλέψεις μου. Αλλά και κατά τα πρώτα λεπτά, μετά τη σύντομη εισαγωγή από τον Πάνο Σκουρολιάκο, δεν έβρισκα κάτι το ιδιαίτερο και αναρωτήθηκα έτσι πώς και η συγκεκριμένη παράσταση πέτυχε τόσο, ώστε να συνεχίσει να παίζεται για 2η χρονιά. Είχε βέβαια να κάνει αυτή μου η εκτίμηση και με το μουδιασμένο ξεκίνημα των τεσσάρων μουσικών που σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος του προγράμματος: του Haig Yazdjian (ούτι, φωνή), της Θεοδοσίας Στίγκα (φωνή), του Μάνου Κουτσαγγελίδη (κανονάκι, φωνή) και του Φώτη Τσορανίδη (κιθάρα, φωνή).
Εκεί που άλλαξε εντελώς το κλίμα ήταν στην πρώτη αφήγηση από τον Σκουρολιάκο. Ο γνωστός (και συμπαθέστατος) ηθοποιός ήταν τόσο πηγαίος και άνετος στο «πέρασμα» των κειμένων προς το κοινό, ώστε πράγματικά σε πήγαινε στην εποχή κατά την οποία γράφτηκαν. Έτσι, οι ιστορίες του Νικηφόρου Ρωμανού ή του Μιλτιάδη Χουρμούζη, μα και οι αφηγήσεις ανώνυμων ανθρώπων από τη ζωή στην Πόλη, στη Σμύρνη και σε άλλα μέρη της καθ' ημάς Ανατολής, ζωντάνεψαν μπροστά μας. Σε συνδυασμό και με τα τραγούδια που έπαιζε η ορχήστρα, με ολοένα και αυξανόμενη αυτοπεποίθηση και μπρίο.
Και τι τραγούδια ε; "Σαν Τα Μάρμαρα Της Πόλης", "Αραμπάς Περνά", "Κι Από Λίγο Λίγο", "Μισιρλού", "Μυστικά Πως Σ’ Αγαπώ", "Δημητρούλα Μου", "Τα Παιδιά Της Γειτονιάς Σου", "Από Ξένο Τόπο" και το ομώνυμο της παράστασης (το οποίο την άνοιξε και την έκλεισε), είναι μόνο μερικά από όσα ακούστηκαν, μαζί με γέφυρες προς τη Συρία και τον Λίβανο. Η αισθαντική Στίγκα, ο κατανυκτικός Yazdjian, ο εξωστρεφής Κουτσαγγελίδης και ο στιβαρός Τσορανίδης, αφού βρήκαν νωρίς-νωρίς τον βηματισμό τους, μάς πήραν σηκωτούς και μάς ταξίδεψαν στους τόπους και στους τρόπους που γέννησαν όλον αυτόν τον μουσικό πλούτο και πολιτισμό.
Σημαντικότατο κλου της βραδιάς, πάντως, ήταν και η εμφάνιση του νεότατου καραγκιοζοπαίχτη Κώστα Σπυρόπουλου και του βοηθού του (ας με συγχωρέσει, δεν συγκράτησα το όνομά του) κάπου στο μέσο της παράστασης. Για μένα τουλάχιστον, που είχα από χρόνια ξεγράψει τη συμπαθή φιγούρα των παιδικών μου χρόνων ως κάτι που δεν μπορεί να με αφορά πια, η σύντομη παράσταση με τον Καραγκιόζη να προβληματίζεται για τη Μέρκελ και τον Ε.Ν.Φ.Ι.Α., υπήρξε αποκαλυπτική. Για να μη σας πω ότι τα γέλια όσων βρισκόμασταν στην αίθουσα πρέπει να ακούστηκαν μέχρι την... Ομόνοια!
Εν κατακλείδι, αξίζει να την παρακολουθήσει κανείς τη συγκεκριμένη παράσταση. Διαπίστωση που ισχύει όχι μόνο για τους 40 και άνω (όσοι βρέθηκαν στη μισογεμάτη αίθουσα του Ιδρύματος Κακογιάννη τη Δευτέρα άνηκαν σχεδόν αποκλειστικά στο εν λόγω ηλικιακό φάσμα), αλλά και για τους φιλότεχνους κάθε ηλικίας. Κι αυτό γιατί έχει να προσφέρει πολλά πράγματα στη συσκευασία τους ενός: και μουσική «κατήχηση» σε ένα σημαντικότατο κομμάτι της μουσικής μας παράδοσης, και μίνι μάθημα ιστορίας, και ένα δίωρο με μπόλικο γέλιο και διασκέδαση.
Α, και στο τέλος κερνάνε λουκουμάκι...
{youtube}dehsRdux0jA{/youtube}