Τέσσερα κεράκια τοποθέτησε φέτος στην τούρτα του το Up, το φεστιβάλ made-in-Κουφονήσια που έχει καταφέρει χρόνο με τον χρόνο να εξελίσσεται, τραβώντας όλο και περισσότερα βλέμματα προς το μέρος του. Η φετινή βερσιόν ήταν σαφώς η πιο φιλόδοξη, τόσο από άποψη line-up, όσο και από γενικότερη οργάνωση και στήσιμο –κάτι που σαφώς απέδωσε καρπούς, μιας και συγκέντρωσε υπεραρκετό κόσμο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που όλα τα διαθέσιμα δωμάτια είχαν εξαντληθεί για το συγκεκριμένο τριήμερο εδώ και βδομάδες.
Η τοποθεσία των δρώμενων εντοπιζόταν στο Πορί, μια ειδυλλιακή παραλία στη βορειοανατολική πλευρά του Άνω Κουφονησίου, η οποία μετατράπηκε σε αυτοσχέδιο συναυλιακό χώρο. Κάτι που δημιούργησε υπέροχες αισθήσεις: εικόνες στο μάτι, καθώς τα πρώτα συγκροτήματα έπαιζαν με φόντο τον χρωματισμένο ορίζοντα, λίγο πριν το φως του ήλιου χαθεί εντελώς· και μυρωδιές από τη θάλασσα να συνοδεύουν τις εμφανίσεις των βραδινών ονομάτων. Το μπαρ Καλόφεγγο είχε εντωμεταξύ φροντίσει ώστε το αλκοόλ να ρέει άφθονο, ενώ υπήρχαν και κάποιες τροφικές επιλογές για τις νυχτερινές λιγούρες.
Ημέρα πρώτη (17/1)
Με τη σκηνή να έχει μεταφερθεί από τον χώρο δεξιά της εισόδου του Καλόφεγγου σε αυτόν απέναντι και δεξιά –δημιουργώντας ένα μεγάλο πεδίο δράσης και συνύπαρξης για τους θεατές– το φεστιβάλ ανέβασε ρολά το απόγευμα της 17ης Ιουλίου με τον Melorman, ο οποίος άπλωσε την ατμοσφαιρική του electronica στο Πορί, έστω κι αν ο κόσμος ήταν ελάχιστος εκείνη την ώρα. Οι επιρροές του ανιχνεύονται στο φάσμα του IDM και της γενικότερης laptop-produced κουλτούρας, αλλά ο καλλιτέχνης που φαίνεται να έχει αφήσει σφραγίδα στον ήχο του συμπατριώτη μας είναι ο Tycho. Όμορφη εμφάνιση, έστω κι αν λόγω της φύσης της μουσικής και της ώρας πέρασε ηχητικά στο παρασκήνιο των περισσοτέρων αυτιών.
Οι A Victim Of Society που ακολούθησαν διεκδίκησαν πάντως από την αρχή το ενδιαφέρον των παρευρισκομένων, οι οποίοι είχαν αρχίσει να καταφθάνουν όσο περνούσε η ώρα. Τα ξυραφιαστά κιθαριστικά riffs σύνθεσαν ένα όμορφο κάδρο συνδυαζόμενα με το σούρουπο, δημιουργώντας έτσι ένα συναρπαστικό οπτικοακουστικό αποτέλεσμα. Το δίπολο διοχέτευσης ενέργειας και ατμοσφαιρικότητας λειτούργησε θετικά για τη μπάντα για το μεγαλύτερο μέρος του σετ, το οποίο υπήρξε μάλιστα ειδυλλιακό στις πιο μυσταγωγικές του στιγμές –όταν δηλαδή τα πλήκτρα, οι wah κιθάρες και η ζεστή μπασαδούρα μαλάκωναν το κλίμα. Για την ιστορία, όσες φορές κι αν έχω παρακολουθήσει τους A Victim Of Society τα τελευταία χρόνια, ακόμα δεν έχω δει μέτρια εμφάνιση. Συναυλιακό σιγουράκι λέγεται αυτό.
Δεν γνωρίζω αν το μουδιασμένο ξεκίνημα του Lumiere Brother οφειλόταν σε πρόβλημα του μικροφώνου ή σε πρόβλημα των φωνητικών χορδών του, πάντως για μερικά τραγούδια σίγουρα κάτι δεν πήγαινε καλά με τα λεκτικά δρώμενα. Κατά τα άλλα, το λυρικό του ροκ φάνηκε ακμαίο, τουλάχιστον συνθετικά και παικτικά. Κι αυτό γιατί στη συνέχεια εμφανίστηκαν κι άλλα ζητήματα με τον ήχο: μια το μπάσο μπούκωνε στα ηχεία, μια το σύνθι ξύριζε το αυτί, υπήρξε γενικά διαταραχή. Όταν πάντως έστρωσε το όλο ζήτημα ο Θανάσης Χριστοδούλου κατάφερε να μας δώσει μια καλή δόση από τη βουτηγμένη στη μελωδία ποπ του, αλλάζοντας στο δεύτερο μισό της εμφάνισής του τις εντυπώσεις του πρώτου.
Οι Baby Guru, από την άλλη, βγήκαν στη σκηνή με τον αέρα μιας μπάντας με πολλά χιλιόμετρα στο συναυλιακό της κοντέρ. Έχουν βέβαια λατρέψει τη δεκαετία του 1970 κι αυτό φαίνεται στη μουσική τους, αφού τα δάνειά τους συγκαταλέγονται στην κατηγορία του... στεγαστικού! Κάτι όμως που δεν επηρεάζει τα όσα καταφέρνουν επί σκηνής. Στο Κουφονήσι έπαιξαν με αέρα και επέδειξαν επιβλητικό attitude, μια επικοινωνία με το κοινό που δύσκολα συναντάς, αλλά κι έναν μπασίστα ικανό να χρωματίζει τα τραγούδια με το παίξιμό του όσο λίγοι. Έχουν κατορθώσει λοιπόν οι Baby Guru να αμπαλάρουν τις επιρροές τους σε ένα πολύ ελκυστικό πακέτο, το οποίο και δεν μπορείς να μην το παραδεχτείς με μια αντικειμενική ματιά (παρ' όλο που δεν με συγκίνησε σε προσωπικό επίπεδο). Πώς θα μπορούσες άλλωστε, βλέποντας τον αντίκτυπο που είχε στο κοινό;
Όταν βέβαια βγήκε ο Γιάννης Αγγελάκας, έγινε αμέσως σαφές ποιος ήταν το «αφεντικό» της πρώτης ημέρας του Up Festival. Ο συγκεντρωμένος κόσμος πλέον πάρα πολύς (αν δεν με γέλασαν τα μάτια μου, μάλλον ήταν και ο περισσότερος όλων των ημερών) και παρών στο Πορί με πλήρη επίγνωση περί της νυν ταυτότητας του πρώην μπροστάρη των Τρυπών. Στοιχεία που δημιούργησαν εκρηκτική ατμόσφαιρα κάτω από τη σκηνή, με το τραγούδισμα των στίχων να δίνει και να παίρνει. Από το βαμβακαρικό “Όσοι Γίνουν Πρωθυπουργοί” και το “Όταν Χαράζει” μέχρι τα πρόσφατα “Γλέντι” και “Άγγελος”, η βραδιά διατήρησε ένα διάχυτο κέφι, αλλά και την εντύπωση ενός μεγάλου υπαίθριου πάρτυ.
Φυσικά δεν έλειψαν οι απαιτήσεις για τραγούδια των Τρυπών καθ' όλη τη διάρκεια του λάιβ, με τον Αγγελάκα να ανταπεξέρχεται με χαμόγελο αρχικά, πριν χαρίσει τελικά στο κοινό το “Τρένο” και το “Δεν Χωράς Πουθενά” συνοδεία κιθάρας και μπαγλαμά, αλλά και το “Ακούω Την Αγάπη”, το οποίο ο κόσμος συνέχισε να το τραγουδάει για περίπου μισό λεπτό μετά τη λήξη του. Έπαιξε όμως και το “Μέσα Στη Νύχτα Των Άλλων” σε μια ηλεκτρισμένη βερσιόν που άρεσε, τον “Δρόμο” και φυσικά τη “Γιορτή” –τραγούδι που του ζητούσαν οι θεατές επίμονα ήδη από το ξεκίνημα. Τα highlights δεν περιορίστηκαν πάντως μονάχα σε Τρύπες υλικό, καθώς επιλογές σαν τα “Σιγά Μη Κλάψω” και “Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα” διατήρησαν τον παλμό ψηλά, ακόμα και σε άβολες στιγμές, όπως λ.χ. όταν έπεσε το ρεύμα.
Συνολικά η εμφάνιση του Γιάννη Αγγελάκα μονάχα ως επιβλητική και αρχοντική μπορεί να χαρακτηριστεί, κρίνοντας τόσο την απόδοση και τη δοτικότητα του ίδιου επάνω στο σανίδι, όσο και την αφοσίωση του κόσμου απέναντι του, που εκφράστηκε με συνεχόμενα και παρατεταμένα χειροκροτήματα, αλλά και με ρυθμικό τραγούδι στο μεγαλύτερο ποσοστό των όσων ακούστηκαν κατά τη δίωρη συναυλία, με την οποία κι έκλεισε η πρώτη μέρα του Up Festival.
Ημέρα δεύτερη (18/1)
Στο ξεκίνημα της δεύτερης μέρας βρήκαμε στη σκηνή τον Moa Bones, ο οποίος είχε παρουσιάσει κι ένα προφεστιβαλικό σετ (στις 16/7, στο μπαρ Sorokos), κάτι πάντως που δεν του στέρησε από τη δυναμική της κυρίως εμφάνισης. Έπαιξε σε εκείνη τη γλυκιά χρονική στιγμή μεταξύ απογεύματος και νύχτας, προσφέροντας ένα λαχταριστό λάιβ. Λιτός, συναισθηματικός και συγκινητικός, έφερε στο Πορί το γνώριμο singer/songwriter ύφος του, αλλά και αρκετά τραγούδια από το επερχόμενο άλμπουμ του, μαζί με μια διασκευή στο “Solitary Man” του Neil Diamond. Εξαιρετικό εναρκτήριο κεφάλαιο για τη δεύτερη μέρα, με τον Δημήτρη Αρώνη να μην παραλείπει και την επικοινωνία με το κοινό, μοιραζόμενος μαζί μας ιστορίες και σκέψεις του σχετικά με τα ζητήματα που τον απασχολούσαν.
Μετά από το δίδυμο «μια φωνή + μια κιθάρα» ήρθαν οι Noise Figures να ρίξουν μια γερή δόση ενέργειας στην συναυλιακή αρένα. Ωμός ήχος, νεανική δυναμική, κιθαριστικά ακόρντα να σου γρατζουνάνε τ' αυτιά και τύμπανα που σε χτυπούσαν στο στήθος: με τέτοια μέσα, το αθηναϊκό ντουέτο κατάφερε σύντομα και αβίαστα να ξεσηκώσει τους πάντες, δίνοντας ροκ εν ρολ τόνο στο φεστιβάλ. Μας έπαιξαν μάλιστα κι ένα καινούργιο κομμάτι, το οποίο αποδείχτηκε όσο χορευτικό μας το διαφημίζανε στην εισαγωγή. Μπορεί βέβαια με το θράσος και με το τσαγανό τους να απομάκρυναν ένα μέρος από τους θεατές (εκείνους κυρίως που είχαν περάσει τα πρώτα –άντα), είχαν όμως τους πιτσιρικάδες στο τσεπάκι από το πρώτο κιόλας λεπτό του σετ. Το κλείσιμο του οποίου υπήρξε οργιαστικό, με τον Γιώργο Νίκα να πετά τις μπαγκέτες του στο πάτωμα, πρωτού αποχωρήσει από τη σκηνή μαζί με τον Στάμο Μπάμπαρη.
Οι Burger Project, πάλι, ήταν δεδομένο ότι θα φέρνανε στο τραπέζι παρδαλά ρούχα, χαβαλεδιάρικη διάθεση, εξωστρέφεια, μουσική για χορό συν κάποια δυνατά τραγούδια, ήδη χαραγμένα στη μνήμη του μουσικόφιλου κοινού –έστω και σε λιγότερο ή περισσότερο πειραγμένες εκδοχές. Τα τελευταία δημιούργησαν το αναμενόμενο γκελ, με το κοινό ν' ανταποκρίνεται χορεύοντας και τραγουδώντας όσο από τα ηχεία ακούγονταν το “Ring Of Fire”, το “The Look” και το “Rhythm Is A Dancer”. Σε κάποιες βέβαια στιγμές τα αποτελέσματα δεν ήταν πετυχημένα: η διασκευή ας πούμε στο “Holiday In Cambodia” υπήρξε βέβηλη. Αλλά το σύνολο των θεατών λίγο απασχολούσαν τέτοιες λεπτομέρειες εν μέσω χορού, χειροκροτημάτων και γενικότερης αποθέωσης του γκρουπ. Ακόμα λοιπόν κι αν δεν συμμεριζόσουν τον όλον ενθουσιασμό για τη συγκεκριμένη μουσική φιλοσοφία, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι οι Burger Project βρέθηκαν ανάμεσα στους πρωταγωνιστές του κουφονησιώτικου τριημέρου.
Για το κλείσιμο, το μενού έγραφε Last Drive και μετά το ξεσήκωμα με τους Burger Project όλοι περιμένανε πολλά από μέρους τους. Και στην αρχή τουλάχιστον, η ιστορική μπάντα τα κατάφερε, αναγκάζοντας τους θεατές να σηκώσουν ένα σύννεφο σκόνης με τα χοροπηδητά τους. Όμως μετά από μερικά τραγούδια το σετ έκανε εμφανή κοιλιά. Ίσως λόγω επιλογής τραγουδιών; Ίσως λόγω της διαδικασίας αλλαγής χορδής που χρειάστηκε να γίνει σε μια κιθάρα; Πάντως οι ρυθμοί έπεσαν και αρκετός κόσμος το έριξε στην κουβέντα και στο χαζολόγημα. Οι Last Drive έκαναν βέβαια φιλότιμες προσπάθειες ώστε ν' ανάψει και πάλι το κέφι –και σε κάποια φάση κάτι έγινε, όταν μια φωτοβολίδα στα χέρια ενός θεατή φώτισε για λίγο τον χώρο μπροστά από τη σκηνή– όμως το παιχνίδι είχε πια χαθεί για τους μη φανατικούς, που σταδιακά είτε αποχώρησαν, είτε αποτραβήχτηκαν προς το μπαρ για αλκοόλ και κους-κους. Όσοι βέβαια μείνανε, αποζημιώθηκαν: η μπάντα έπαιξε μερικές πολύ δυνατές εκτελέσεις σε γνωστό υλικό, προκαλώντας μέχρι και ενθουσιασμό στις τάξεις των fans.
Ημέρα τρίτη (19/1)
Φαίνεται πως μετά τις δύο πρώτες μέρες, όλοι είχαν αρχίσει να λειτουργούν σε πιο χαλαρούς ρυθμούς, κάτι που φάνηκε και από το πόσο πίσω πήγε το πρόγραμμα των εμφανίσεων στην τρίτη και τελευταία μέρα του φεστιβάλ. Όμως σε διακοπές ήμασταν, σε ένα πανέμορφο νησί· οπότε κανείς δεν στάθηκε στις όποιες καθυστερήσεις. Μ' αυτά και μ' αυτά, καθώς το φως του ήλιου μας άφηνε για τα καλά, πήραν θέση επί σκηνής οι Man From Managra, το τελευταίο δηλαδή project του Coti K. Αρχικά η ώρα φάνηκε να ευνοεί τον σκοτεινό, μελαγχολικό ήχο τους με τα δυο μπάσα, όμως ο μονοδιάστατος χαρακτήρας του υλικού κούρασε τον κόσμο. Δισκογραφικά βέβαια έχει γίνει εμφανές πως αυτό που επιχειρεί φέτος ο Coti K. λειτουργεί, αλλά στα πλαίσια του συγκεκριμένου φεστιβάλ, με ένα νεανικό κοινό που (στην πλειονότητά του) δεν φάνηκε να γνωρίζει περί τίνος επρόκειτο, το «μήνυμα» δεν πέρασε.
Οι Leon Of Athens, πάλι, δεν είχαν ιδιαίτερα προβλήματα με τον κόσμο. Ο τελευταίος αγκάλιασε ένθερμα το επταμελές σχήμα γύρω από τον Τίμο Βερέμη, αλλά κι αυτό με τη σειρά του φρόντισε να ξεκινήσει με up tempo διαθέσεις. Τη μεγαλύτερη ανταπόκριση βρήκε το λυρικό “Pilot”, που άπλωσε την όμορφη μελωδικότητα του σε όλο το πλάτος της σκηνής, φέρνοντας χειροκροτήματα και σφυρίγματα ενθουσιασμού. Όταν μάλιστα ο Βερέμης είπε, προλογίζοντας το “Apartment”, πως το κομμάτι αναφέρεται στην ερωτική ζήλια ξεσήκωσε κι αρκετά σχόλια, όπως ας πούμε το χαρακτηριστικό, γεμάτο παράπονο «αφιερωμένο στον Τάκη!» που αναφώνησε η μπροστινή μας γυναικεία παρέα. Μπορεί την πορεία του Leon να μην την είχα παρακολουθήσει διεξοδικά μέχρι το Up, όμως μετά από τη συγκεκριμένη εμφάνιση αυτό πρόκειται ν' αλλάξει άμεσα.
Η εμφάνιση των Xaxakes αποδείχθηκε ταυτόσημη με ό,τι ακριβώς είχα στο μυαλό μου για εκείνους: έναν Γιάννη Νάστα πρωταγωνιστή, με τη χαρακτηριστική του περσόνα σε πλήρη διάταξη και τις επικοινωνιακές του ικανότητες πανταχού παρούσες –είτε με τις βίβες που μας έλεγε μετά από αρκετά τραγούδια, είτε με το πηγαίο και φυσικό του χαμόγελο, είτε με τις ιστορίες που μας διηγήθηκε από μικροφώνου. Όχι πως η υπόλοιπη μπάντα πήγαινε πίσω, ως προς τα μουσικά καθήκοντα· δημιούργησαν ένα ιδανικό ηχητικό χαλί, πάνω στο οποίο ο Νάστας πατούσε σταθερά, βάζοντας τις δικιές του, ξεχωριστές πινελιές. Η εκλεκτική τους ποπ έμπασε λοιπόν το κοινό σε καλοκαιρινή διάθεση, αν και οι ρυθμοί ποτέ δεν εκτροχιάστηκαν. Κάπως έτσι, οι χορευτικές φιγούρες έδιναν κι έπαιρναν τόσο κάτω, όσο και πάνω στη σκηνή, με τον κόσμο από ένα σημείο και μετά να μοιάζει παραδομένος στις ορέξεις του Νάστα και της παρέας του. Και εντάξει, μας χάλασε που δεν ακούσαμε το “Στα Ξαφνικά”, πήραμε πάντως παρηγοριά από εκείνη την απολαυστική διασκευή στο “Heroes” του David Bowie.
Πέσιμο αυλαίας για φέτος δεν θα μπορούσε παρά να γίνει με τον Παύλο Παυλίδη και τους B-Movies, ένα σχήμα δηλαδή που έχει δώσει το παρών και στις 4 μέχρι στιγμής εκδοχές του Up Festival –ή, όπως το ονόμασε ο ίδιος ο Παυλίδης, «ένα μεγάλο πάρτι, καθώς τα φεστιβάλ σίγουρα δεν είναι έτσι». Φάνηκε βέβαια από την αρχή πως το κοινό που είχε βρεθεί εκεί ήταν δικό του· κι εκείνος, παρέα με τους B-Movies, φρόντισε όχι μόνο να επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό, αλλά και να απογειώσει τη διάθεση και το κέφι ακόμα περισσότερο.
Ο κόσμος λοιπόν ακολούθησε πιστά στη “Μαίρη”, στο “Άλλη Μια μέρα”, στο “Άσε Με Εδώ” και στο “Δεν Είμαι Από 'Δω” (αυτό συνοδεία του Leon, που ξανανέβηκε επί σκηνής) και δεν έκρυψε τον ενθουσιασμό του για το “Αερικό”, τον “Βροχοποιό” και φυσικά τη “Μόχα”: και στα τρία τελευταία τραγούδια είχαμε έντονο sing-a-long, σφυρίγματα και χειροκροτήματα. Ωστόσο, ο (αναμενόμενος) χαμός έγινε στα τραγούδια από την εποχή των Ξύλινων Σπαθιών. Το “Πάρε Με Μαζί Σου” ήταν από τα πρώτα που παίχτηκαν, αλλά όταν ήρθε η ώρα του “Τώρα Αρχίζω Και Θυμάμαι” είδαμε μέχρι και... crowd surf(!), το οποίο θεωρούσαμε πλέον κάτι το φυσιολογικό όταν ακούστηκε από τα ηχεία το “Ό,τι Θες Εσύ” –κομμάτι που ο Παυλίδης αφιέρωσε στους Last Drive, πλέκοντάς τους το εγκώμιο από μικροφώνου.
Κάπου εκεί είχαμε και το encore, μετά το οποίο φάνηκε να εγκαταλείπεται η έννοια της τήρησης της setlist, οπότε η μπάντα άρχισε πια να παίρνει παραγγελιές από το κοινό. Κάπως έτσι βρεθήκαμε να ακούμε τις “Ρόδες”, το “Ατλαντίς”, το “Στο Βράχο”, το “Ένα Παράξενο Τραγούδι”, αλλά και το “Δεν Έχει Τέλος”, το οποίο ξάφνιασε μάλιστα σαν επιλογή τον Παυλίδη: «θα πρέπει να το θυμηθούμε πρώτα για να το παίξουμε», είπε χαρακτηριστικά. Με λίγα λόγια, μιλάμε για μια εμφάνιση αυτοκρατορική, η οποία έκλεισε με απολαυστικό τρόπο τις ζωντανές εμφανίσεις του φετινού Up. Ακολούθησε DJ σετ από τους Laternative, το οποίο παρακολουθήσαμε όμως για λίγο μόνο, καθώς η ώρα ήταν περασμένη και το πρωί φεύγαμε από τα Κουφονήσια.
Πρώτη φορά λοιπόν που βρέθηκα σε μια διοργάνωση του Up Festival, σίγουρα πάντως δεν θα είναι η τελευταία. Φεύγοντας έμενες με την εντύπωση μιας αξιόλογης προσπάθειας, από ανθρώπους οι οποίοι αγαπούν τη μουσική. Στα συν της διοργάνωσης, το ευδιάθετο και εξυπηρετικό προσωπικό (χαιρετίσματα στην τριπλέτα της πρώτης ειδικά μέρας, αλλά και σ' εκείνες των επόμενων ημερών), οι χαλαροί ρυθμοί των καλλιτεχνών και η ιδιαίτερα κεφάτη διάθεσή τους, αλλά και ο κόσμος που ήρθε με την πρόθεση να χορέψει, να κουβεντιάσει και να κάνει γνωριμίες. Πάμε για το 2015 λοιπόν, δεν είναι και τόσο μακριά!
{youtube}KTr1-6zho_U{/youtube}