Ομολογουμένως, δεν σου συμβαίνει κάθε μέρα. Να βρίσκεσαι σ’ ένα σημείο καμπής στην όλη πορεία, να έχεις μόλις γράψει έναν δίσκο στην Αμερική παρέα με (σχετικά) αναγνωρισμένους μουσικούς, να γυρνάς στην πατρίδα και να σου δίνουν το Ηρώδειο για να παρουσιάσεις τον νέο σου μουσικό εαυτό.
Η Μόνικα ζούσε τη στιγμή της προχθές, ήταν φανερό. Το ήξερε και δεν είχε κανένα πρόβλημα να το δείξει. Και το έκανε δίχως περιττό άγχος, αλλά κυρίως δίχως βεντετισμούς ή πολλές προσποιήσεις. Αυθόρμητη, σχεδόν παρορμητική, την ίδια ώρα που «χειριζόταν» ένα καλά σχεδιασμένο πρόγραμμα, ψάχνοντας διαρκώς τις αναλογίες μεταξύ εκείνου του κοριτσιού που του άρεσε να παίζει τα τραγούδια του στην παρέα και της τραγουδοποιού που για χάρη της γέμισε ολόκληρο Ηρώδειο –τα εισιτήρια μάλιστα είχαν εξαντληθεί, αν δεν απατώμαι, ήδη απ’ την προηγούμενη Παρασκευή.
Οι αναλογίες νομίζω πως βρέθηκαν, σε γενικές γραμμές. Έτσι, ισορρόπησαν τα προηγούμενα με τα παροντικά, οι κάπως δακρύβρεχτες μπαλάντες με τον εξωστρεφή «νέο μουσικό εαυτό» (ακόμα και η funky disco με το “Φύγε Λοιπόν Μη Στέκεσαι” της Πόλυς Πάνου, σε μια διασκευή που η Μόνικα εκτέλεσε μόνη της). Ήταν όλα εκεί και ήταν δοσμένα με τέτοιον τρόπο, ώστε δεν έβγαινε ένας θολός αχταρμάς. Απλώς κατέληγε σ’ ένα βράδυ με αρκετές διακυμάνσεις: κάποιες εύστοχες, κάποιες λιγότερο εύστοχες.
Επί μέρους αντιρρήσεις, υπάρχουν. Όπως ας πούμε τα πολλά χορωδιακά φωνητικά, τα οποία ορισμένες φορές υπερφόρτωναν τον μουσικό κορμό. Ή ο κάπως μπερδεμένος ήχος, που σε έκανε περιστασιακά να χρησιμοποιείς περισσότερο την όραση από την ακοή για να καταλάβεις ποιος έπαιζε τι. Ακόμα και το γεγονός ότι η στροφή της Μόνικας μπορεί μεν να είναι αξιοπρόσεκτη, όμως το αποτέλεσμα per se δεν σε κολλάει στον τοίχο· περισσότερο απ’ το να δείχνει προς κάποια (δική της) κορυφή, δείχνει αυτό ακριβώς: τη στροφή και τον πλατύ δρόμο που διανοίγεται μπροστά της. Και ως έχει όμως μπορεί αναμφισβήτητα να μεταδώσει τη θετική του αύρα· κάτι που για τη συγκεκριμένη περίσταση έμοιαζε αρκετό.
Αν λοιπόν έχει βρει κάτι η Μόνικα στην περιπλάνησή της στην Αμερική (ακριβέστερα, αν κάτι της έχει μεταδώσει ο βασικός της συνεργάτης, ο Homer Steinweiss των Dap Kings), είναι ο τρόπος να γκρουβάρει. Ή έστω να βρίσκει μια «κινητική» διέξοδο σ’ αυτό το «singer-songwriter» πλαίσιο, που τόσο πάσχει από ανεπίλυτα εκφραστικά αδιέξοδα. Στο Ηρώδειο το σύνθημα το έδινε βεβαίως ο ίδιος ο Steinweiss πίσω απ’ τα τύμπανα, μαζί με τον εξαιρετικό μπασίστα του, τον Nick Movshon (γνωστός όχι μόνον απ’ τους Dap Kings, αλλά και απ’ την κολεκτίβα των Antibalas ή απ’ τις συνεργασίες του με την Amy Winehouse και τον Ghostface Killah). Από κοντά και o Max Shrager με την κουλ κιθάρα του, κρατώντας τα μπόσικα στο μελωδικό κομμάτι, αλλά και έχοντας (συνήθως) ανοικτούς διαύλους με τις παραμορφώσεις της έτερης κιθάρας –του Μάνου Πατεράκη των Gravitysays_i. Υπήρχαν επίσης κρουστά, δύο σταθμοί με διάφορα πλήκτρα και συνθεσάιζερ, δύο γυναικείες φωνές, ένα κουαρτέτο εγχόρδων κι ένα τρίο από «ελαφρά» πνευστά (τρομπέτα, φλάουτο και όμποε). Ασφαλώς και η ίδια η Μόνικα, η οποία, εκτός από τραγούδι, έπαιξε επίσης ακουστική κιθάρα και πιάνο. Α, και ο Andrew Wyatt σε ένα μάλλον αχρείαστο guest.
Εν πάση περιπτώσει, το πράγμα τσουλούσε σχετικά αβίαστα και η ογκώδης ορχήστρα έβρισκε τον τρόπο να ισορροπήσει. Κι όταν κάπου κολλούσε, αναλάμβανε η προσήνεια και η αμεσότητα της Μόνικας. Διότι μεγάλο μέρος της επιτυχίας της συναυλίας στηρίχθηκε στην εξωστρέφειά της, στη φυσικότητα της όλης στάσης της επάνω στη σκηνή (αλλά και της επικοινωνίας της με τον κόσμο), καθώς και στην παρορμητικότητά της, που την ώθησε να φέρει δύο σβούρες το Ηρώδειο, τρέχοντας και ταυτοχρόνως τραγουδώντας στις μπροστινές ή στις ψηλότερες κερκίδες. Βεβαίως και στα ήδη γνωστά –και αγαπημένα από το κοινό– τραγούδια από τους δύο προηγούμενους δίσκους της (λ.χ. τα “Over The Hill” ή “Yes I Do”), αλλά και στη γενικά καλή εντύπωση που νομίζω ότι άφησαν τα καινούργια. Μια επιτυχία, τέλος πάντων, η οποία στο τέλος του δίωρου περίπου προγράμματος, ήταν πασιφανής· η Μόνικα αποχώρησε καταχειροκροτούμενη, κάπου κοντά σ’ ό,τι οι Αγγλοσάξονες αποκαλούν «standing ovation». Αποδεικνύοντας αν μη τι άλλο πως μπορεί να διαχειριστεί μια τέτοια κατάσταση. Πράγμα που στο μυαλό μου, ομολογώ πως ήταν ένα ερωτηματικό.
Όσο για τη συζήτηση που είχε προηγηθεί της συναυλίας (μέρος της οποίας συνεχίστηκε και μετά το πέρας αυτής) για το εάν θα «έπρεπε» η Μόνικα να βρεθεί στο «ιστορικό θέατρο», νομίζω πως εξ αρχής δομείται σε εσφαλμένες βάσεις. Αφενός γιατί υπάρχει το ερωτηματικό, ποιος μπορεί τελικά να κρίνει με ασφάλεια (και με τι κριτήρια άραγε;) για το τι θα «πρέπει» να προβάλλεται και πού. Αφετέρου γιατί τα «ιστορικά μνημεία» δεν υπάρχουν μόνο για να στεκόμαστε και να τα θαυμάζουμε, βαυκαλίζοντας λίγο ως πολύ τον εαυτό μας για το περιούσιο (εξ ου και το ανάδελφο) του λαού «μας». Έχει σημασία να εντάσσουμε αυτήν την κληρονομιά σε ένα ζωντανό παρόν –ίσως γιατί έτσι δίνεται και μια ευκαιρία να ξεπεράσουμε ορισμένα από τα στερεότυπα με τα οποία έχουμε γεμίσει τον συλλογικό μας εαυτό. Το αν πάντως το ζωντανό παρόν το αντιπροσωπεύει η Μόνικα ή κάποιος/α άλλος/η είναι σημείο ανοικτό προς συζήτηση, ευεπίφορο εννοείται σε άκρως υποκειμενικές κρίσεις.
{youtube}l8Okz5oHAa4{/youtube}