Από την τελευταία συνέντευξη της Παπαγιαννοπούλου (1970), απόσπασμα που υπάρχει και στην παράσταση:
«Δε βαριέσαι; Τι παίρνει κανείς μαζί του; Μήπως μπορούμε ν’ αλλάξουμε και τίποτα; Διαβάσατε τους αστροναύτες που είδαν τη γη και ανέτελλε; Ε λοιπόν, σ' αυτό δα το άστρο βρισκόμαστε και εμείς αυτήν την ώρα που μιλάμε, μαζί με τόσους άλλους… Εδώ σταυρώθηκε ο Χριστός, εδώ ήπιε ο Σωκράτης το κώνειο, εδώ έπαιξε η κυρία Ευτυχία χαρτιά και τα ’χασε… Εδώ είναι όλα. Μικρές χαρές, μεγάλες λύπες, άνθρωποι μικροί, μεγάλοι άνθρωποι… Εγώ πάντα έτσι ήμουνα. Να φάμε και να πιούμε σήμερα, “η γαρ αύριον μεριμνήσει τα εαυτής”».
Ήξερα ότι πήγαινα να δω έναν μονόλογο, μια παράσταση η οποία, 7 χρόνια τώρα που παίζεται χειμώνα ή καλοκαίρι, έχει τεράστια επιτυχία. Το θέμα της, γνωστό: η ζωή –ο βίος και η πολιτεία δηλαδή– της πρώτης και μεγαλύτερης Ελληνίδας στιχουργού. Ήθελα να διαπιστώσω λοιπόν ποιος ο λόγος για μια τόσο μεγάλη επιτυχία, για τη διαχρονική αυτή αποδοχή από το κοινό. Κι έφυγα από το Κηποθέατρο Παπάγου συγκινημένη, όπως και οι περισσότεροι άλλωστε, έχοντας καταλάβει: η καθολική αποδοχή οφείλεται στο ότι η συγκεκριμένη παράσταση-σταθμός συνέδεσε μεταξύ τους άρρηκτα δύο μεγάλες κυρίες της Τέχνης, ζευγαρώνοντας το χθες με το σήμερα· την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και τη Νένα Μεντή. Γιατί εάν την Παπαγιαννοπούλου την έπαιζε κάποια άλλη (εξίσου καλή ηθοποιός, αλλά όχι η Μεντή) ή εάν η Μεντή έκανε έναν διαφορετικό μονόλογο, υποδυόμενη π.χ. τη Μαρίκα Κοτοπούλη (μία από τις μεγάλες καλλιτεχνικές προσωπικότητες που αναφέρονται στην παράσταση), το αποτέλεσμα δεν θα ήταν το ίδιο ευτυχές.
Είδαμε, απολαύσαμε, μια εξαιρετική παράσταση. Το εξαιρετικά λιτό και αφτιασίδωτο στήσιμο της οποίας –έμαθα παρακολουθώντας εκ των υστέρων πολλές συνεντεύξεις της Μεντή– το επιμελήθηκε η ίδια με τον σκηνοθέτη Πέτρο Ζούλια, ο οποίος για το κείμενο βασίστηκε στο βιβλίο της εγγονής της στιχουργού, Ρέας Μανέλη, Η Γιαγιά Μου η Ευτυχία.
Η Παπαγιαννοπούλου τώρα και η Μεντή έχουν, μοιραία πολλές φορές, κάμποσα κοινά σημεία. Και τις δύο θα τις χαρακτήριζα μετά λόγου γνώσεως ως δύο ροκ και συνάμα εξαιρετικά λαϊκές προσωπικότητες. Και οι δύο διατέλεσαν ηθοποιοί σε μπουλούκια, όταν οι ηθοποιοί ήταν «θεατρίνοι» και τους διώχνανε από τα ξενοδοχεία ή τους πετροβολούσε η πιτσιρικαρία στα χωριά –και όχι υπηρέτες της 7ης Τέχνης και fashion icons όπως σήμερα… Και οι δύο έχασαν επίσης τους άντρες που αγάπησαν: η μεν Παπαγιαννοπούλου τον δεύτερο σύζυγό της Γιώργο Παπαγιαννόπουλο, τον άντρα που τη λάτρεψε και μεγάλωσε σαν δικά του τα δυο κορίτσια της, τη Μαίρη και την Καίτη (παιδιά από τον πρώτο της γάμο, με προξενιό, με τον κατά πολύ μεγαλύτερό της έμπορο Νικολαΐδη)· η δε Μεντή έχασε αιφνιδίως τον πρώτο σύζυγό της, τον ηθοποιό Κώστα Στυλιάρη, το 1975.
Δύο αντισυμβατικές προσωπικότητες, δύο γυναίκες εξαιρετικά προχωρημένες, η κάθε μία για την εποχή της. Η Παπαγιαννοπούλου παρατάει τον Νικολαΐδη και φεύγει για περιοδεία με έναν άντρα που ερωτεύεται, τον Αλεξίου, ο οποίος την έβγαλε πρωταγωνίστρια στο θέατρο. Έπαιζε μάλιστα ως Ευτυχία Αλεξίου! Ακόμη δεν είχε χωρίσει δηλαδή, μα δεν δίσταζε να εμφανίζεται με το όνομα του εραστή της. Η Μεντή, από την άλλη –γειτόνισσά μας στη διπλανή πολυκατοικία στου Γκύζη, εκεί όπου μεγάλωσα– ήταν γνωστή ως η ηθοποιός η «αστεφάνωτη», αφού με τον επί δεκαετίες σύντροφό της απόκτησε μια κόρη χωρίς όμως ποτέ να έχουν παντρευτεί. Ήταν το 1989 όταν έκανε επιτυχία με τις Τρεις Χάριτες και η ίδια φαινόταν ότι δεν απολάμβανε καθόλου την όψιμη αναγνωρισιμότητα. Πάντως η κυρά-Κική, η μπακάλισσα της γειτονιάς, της είχε αδυναμία: «καλό κορίτσι, πονεμένο…» έλεγε με νόημα… Εγώ πάλι την έβλεπα και τη χάζευα, γιατί όσο κοντούλα και μικροκαμωμένη ήταν, άλλο τόσο ήταν νευρώδης, στυλάτη και αξιέραστη. Όπως άλλωστε και η Παπαγιαννοπούλου.
Γι' αυτό άλλωστε και αγαπήθηκε τόσο. Γι' αυτό και ο άντρας της, παρόλο που ήταν αρκετά νεότερός της και άνθρωπος νοικοκύρης, τη λάτρεψε –εκείνη που δεν νοιαζότανε για το νοικοκυριό και το σπίτι όπως κάθε κλασική Μικρασιάτισα, αλλά για τον τζόγο («για το παιχνίδι», όπως έλεγε)· μέχρι και τη στολή του Αστυφύλακα του πούλησε για να την παίξει, επειδή είχε αφραγκιές! Και στη Μεντή αρέσει όμως το χαρτί, όπως έχει η ίδια παραδεχτεί: «Ελεγχόμενα βέβαια… δεν με καβάλησε». Άνθρωποι με γωνίες, χωρίς στρογγυλέματα. «Αντιλαλούνε τα βουνά σαν κλαίω Εγώ τα δειλινά» θα γράψει η Παπαγιαννοπούλου, και θα πει όταν ερωτηθεί για το πώς γράφει τα τραγούδια: «Συνήθως πρόκειται για στιγμιαία έμπνευση, οπότε είναι και το καλύτερο. Κάτι τέτοιο συνέβη με τα “Καβουράκια”, που έγινε μεγάλο σουξέ. Ήρθε μόνο του στο μυαλό μου χωρίς να επηρεαστώ από τίποτα». Και η Μεντή παραδέχεται ότι η επιτυχία της παράστασης οφείλεται σε μεγάλο μέρος και στην ίδια· «Χωρίς έπαρση, αλλά με αυτογνωσία».
Με έναν τέτοιον παραλληλισμό δεν θέλω βέβαια να υποστηρίξω ότι η Παπαγιαννοπούλου και η Μεντή ήταν το ίδιο πράγμα. Η ίδια άλλωστε η Μεντή μιλά πάντα με δέος για την Παπαγιαννοπούλου, χαρακτηρίζοντάς την ως sui generis προσωπικότητα, ως «αναρχοαυτόνομη». Τη θυμάται μάλιστα με μαύρα γυαλιά και τυρμπάν, παρασάγγας μακριά από την εικόνα της μεσόκοπης μικροαστής των δεκαετιών του 1950 και 1960. Παρ' όλα αυτά, και τηρουμένων των αναλογιών, μέσα από τέτοιες ομοιότητες κατανόησα γιατί είδα αυτό που είδα, γιατί δηλαδή η σπαραχτική αυτή ερμηνεία ήταν κάτι τόσο, μα τόσο ρεαλιστικό. Γιατί όπως είπε και η ίδια η Μεντή, δεν ερμήνευσε την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Τη Νένα ερμήνευσε, με στοιχεία της Ευτυχίας. Γιατί όπως της είχε πει και ο εγγονός της στιχουργού, Αλέξης Πολυζωγόπουλος, «η Ευτυχία δεν ερμηνεύεται, δεν πιάνεται». Και η Μεντή, ως ευφυής καλλιτέχνης, ως γυναίκα καπάτσα η οποία ξέρει τα όριά της, το κατάλαβε. Και κέντησε έτσι πάνω στην ίδια τις αποχρώσεις μιας τόσο συναρπαστικής προσωπικότητας. Η οποία ήξερε να ζει τη ζωή πιο καλά από τον καθένα, έγραψε τον στίχο «Μου σπάσανε τον μπαγλαμά/κάτι παλιόμαγκες εψές αργά» κι έπαιζε πόκα με φορτηγατζήδες κι όχι κουμ καν στο Κολωνάκι…
Άλλωστε, όπως χαρακτηριστικά δήλωσε η Παπαγιαννοπούλου όταν έφτασε στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, αφού είχε ζήσει σε ένα ιδιότυπο καθεστώς αιχμαλωσίας στην τουρκική ενδοχώρα μαζί με τη μητέρα της και τις κόρες, «Εγώ έζησα αιχμάλωτη, λεύτερη δεν θα ζήσω;». Την παράσταση τη συστήνω ανεπιφύλακτα. Μάλιστα, δεν μαρτύρησα πολλά από τα μυστικά της κυρα-Ευτυχίας, γιατί αξίζει να τα ακούσετε ειπωμένα από αυτήν την τόσο ταλαντούχα γυναίκα και ηθοποιό, τη Νένα Μεντή. Η οποία και έχει παραδεχθεί ότι αυτό που ζει από την επαφή της με το κοινό κάθε φορά που τελειώνει τον μονόλογό της δεν θα το ξαναζήσει, ούτε καν «από Έρωτα»…
{youtube}dEt83B1NLrs{/youtube}