Τον Λεωνίδα Μπαλάφα δεν τον είχα ξαναδεί επί σκηνής, αλλά τον είχα στο μυαλό μου όπως είχε βγει σε εκείνη την ωραία φωτογραφία με το πλουμιστό πουκάμισο και το διάφανο γυαλί ηλίου –έμοιαζε με τον David Coverdale την εποχή που μπήκε στους Deep Purple. Κι άκουγα ότι αυτό ακριβώς το χαμόγελο το οποίο είχε στη συγκεκριμένη φωτογραφία ήταν όχι μόνο σήμα κατατεθέν των πηγαίων και χαλαρών ζωντανών του εμφανίσεων, μα κι ένα απόλυτο σημείο αναφοράς. Ως προς αυτό, ουδόλως με απογοήτευσε το Σάββατο στο γεμάτο (αλλά όχι κατάμεστο) PassPort.
Ο χώρος ξεκίνησε από νωρίς να δέχεται τον νεαρόκοσμο (όπως διαπίστωσα περνώντας από την πόρτα του κατά τις 9+30), ο οποίος περίμενε υπομονετικά τον Μπαλάφα μέχρι τις 11. Και μπορεί μεν στο δελτίο τύπου της συναυλίας να γινόταν υποσημείωση για τα νυχτερινά λεωφορεία προς Αθήνα που περνούν μπροστά από το Δημοτικό Θέατρο, αλλά –όπως και να το δει κανείς– το 11 ήταν λίγο τραβηγμένο. Ο κόσμος… Ο κόσμος είπα; Ο νεαρόκοσμος, πρέπει να επαναλάβω, υποσημειώνοντάς το για ακόμα μία φορά: διότι μου έκανε τρομακτική εντύπωση που ο μέσος όρος ηλικίας δεν υπερέβαινε τα 23/24.
Στο συγκεκριμένο κοινό ο Μπαλάφας έχει ένα πολύ ισχυρό ατού: την αμεσότητα των στίχων του. Εκείνη δηλαδή που το Σάββατο ξεσήκωσε και φοιτητριούλες και νεαρούς· οι οποίοι (προσοχή!) δεν είναι κάγκουρες, αλλά δεν ανήκουν ούτε και σε ό,τι ονομάζουμε «ροκ ακροατήριο». Πρόκειται για μια ομάδα που θέλει να ακούσει ότι η ζωή (χρειάζεται να) έχει ελπίδα, ότι δεν πρέπει να πολυασχολούμαστε με τον κάθε μαλάκα που μας ζαλίζει τον έρωτα, ότι υπάρχουν στιγμές νταουνιάσματος κατά τις οποίες ο ήρωας των τραγουδιών δεν θέλει κουβέντα από κανένα, ότι o έρωτας (όχι η καψούρα) μετράει πάνω απ' όλα. Ο Μπαλάφας λοιπόν μιλάει σε αυτήν την ομάδα· και μιλάει στη γλώσσα της.
Από την άλλη, ο Αθηναίος τραγουδοποιός έχει κάνει την πολύ έξυπνη κίνηση να παίζει με καλούς μουσικούς, ικανούς να επικοινωνούν μεταξύ τους. Από την εξάδα ξεχώρισα όχι μόνο τον Λευτέρη τον Βαρθάλη στην κιθάρα και τον πολυπράγμονα Κώστα Στεργίου στα πλήκτρα (αλλά και στα κρουστά, όταν χρειάστηκε), μα και τον Κώστα τον Φόρτσα στο κλαρίνο: για πολλοστή φορά –καθώς τον έχω δει και σε άλλα σχήματα, αμιγώς παραδοσιακά– απέδειξε πόσο γεμάτο ουσία είναι το φύσημά του· το έδειξε και σε όσα εισαγωγικά σημειώματα έκανε, αλλά και στις παρεμβολές του στα τραγούδια που ακούστηκαν στο PassPort. Παρατήρησα βέβαια πως, σε πολλές περιπτώσεις, οι νεότεροι ακροατές ήθελαν το παραδοσιακό που πλέκεται με το σύγχρονο έντεχνο, έχω δε τη γενικότερη εντύπωση ότι το συγκεκριμένο ακροατήριο έψαχνε τη συνδεσμολογία του Μπαλάφα με το funk/Τζίμης Πανούσης/reggae φίλτρο. Γιατί έγινε τουλάχιστον εμφανής η διαφορά όχι μόνο διάθεσης, αλλά και συμμετοχής του κοινού, όταν ο ήχος έπαιρνε αμερικάνικα μονοπάτια και μπλεκόταν με τη σαρκαστική στιχολογία του τραγουδοποιού.
Εκεί ακριβώς, όμως, με έχασε εμένα ο Μπαλάφας. Ήταν ασφαλώς φυσικό να θέλει να δείξει το ευρύτερο φάσμα του ηχητικού του θόλου στα δύο μέρη του προγράμματος που παρουσίασε το Σάββατο (έκανε ένα διάλειμμα, στα μεσάνυχτα), φρονώ εντούτοις ότι δεν είχε καλούς αρμούς ανάμεσα στις αλλαγές. Τουτέστιν, δεν ήταν το πρόγραμμά του σφιχτοδεμένο, ήταν οι εκτελέσεις των τραγουδιών. Και μπορεί κάτι τέτοιο ν' αποτελεί απόλυτη επιλογή του ίδιου του καλλιτέχνη, αλλά ενώ στην αρχή είχε τον κόσμο στη χούφτα του και όλους καθηλωμένους, στο πρώτο κιόλας 40λεπτο οι παριστάμενοι μιλούσαν πάρα πολύ για τα δεδομένα μιας ζωντανής εμφάνισης –είτε κατά τη διάρκεια των τραγουδιών, είτε στα ενδιάμεσα, ακόμα και στα εισαγωγικά σημειώματα των συνθέσεων...
Έτσι, θαυμάσια κομμάτια σαν τα "Θα Σε Κλέψω Μια Βραδιά" και "Κάνε Το Καλό", όπως φυσικά και ο κορυφαίος “Παύλος” –με τον θαυμάσιας ζωγραφικής επί της ελληνικής πραγματικότητας στίχο «πούλησες τζάμπα τα χωράφια του παππού»– διαδέχονταν στιγμές κατά τις οποίες επιχειρήθηκε μια ανάγνωση της παράδοσης με ελάχιστο βάθος, σωζόμενη από τις σωστές θέσεις στις δυναμικές και στα παιξίματα που παρουσίασε η μπάντα. Θαρρώ πως ο Μπαλάφας προσπαθεί να διαβάσει την παράδοση μέσω άλλων καλλιτεχνών, ίσως ειδώλων του που έχουν πάει εκεί πριν από αυτόν, και όχι με τα δικά του μάτια. Αντιθέτως, το ροκ το έχει ζήσει στο πετσί του κι έτσι (ασχέτως μουσικών δανείων) παρουσίασε θαυμάσια ροή στο πιο αμιγώς ηλεκτρικό μέρος, σε επίπεδο εκφραστικότητας.
{youtube}zTWhhnCf7LE{/youtube}