Καιρό τώρα είχα στον νου μου να παρακολουθήσω μια ζωντανή εμφάνιση της Νεφέλης Λιούτα. Δεν ήταν τόσο η βράβευσή της στους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού, ούτε η αναγνώριση του ταλέντου της από καλλιτέχνες που αγαπώ και δημοσιογράφους τους οποίους διαβάζω. Πιο πολύ ήταν η δική μου αμφιταλάντευση απέναντι στα τραγούδια της, αυτά που μπήκαν το 2011 στο άλμπουμ Τα Μολύβια - Κομάντος και που έχω στα αυτιά μου από τότε: δεν μπορούσα να αποφασίσω αν προσπαθούσαν να μου πουν κάτι που εγώ δεν έπιανα, αν με έδιωχναν ή αν με καλούσαν κοντά τους. Ήλπιζα λοιπόν ότι μια διά ζώσης επαφή μαζί τους θα μου έλυνε τις απορίες.
Στην αρχή, πάντως, μπερδεύτηκα ακόμα περισσότερο βλέποντας 6 πολύ νεανικά πρόσωπα πάνω στη σκηνή του Six d.o.g.s., όλη η στάση των οποίων φώναζε «ωδείο». Πράγματι, η μπάντα τηρούσε τη σωστή στάση του σώματος, τις άρσεις των χεριών, τα μέλη της στέκονταν σχεδόν στατικά, με βλέματα χαμηλωμένα –στο τέλος είδαμε μέχρι και το καθιερωμένο στις ορχήστρες κάλεσμα από τον μαέστρο να σηκωθούν για υπόκλιση. Μια τέτοια ομάδα ανθρώπων να παίζει με αυτόν τον τρόπο τη συγκεκριμένη μουσική (που μπορεί να φέρει επιρροές από λόγιους συνθέτες σαν τον Philip Glass, αλλά εμπεριέχει και την παράδοση της Ηπείρου, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον Γιάννη Αγγελάκα, ίσως και τον Sufjan Stevens) μου φαινόταν αταίριαστο. Στην αρχή μόνο, όμως...
Δεν άργησα να καταλάβω ότι η σύμβαση αυτή λειτουργούσε –και μάλιστα πολύ καλά. Εκτός του ότι η μουσική της Nefeli Walking Undercover είναι βραδυφλεγής και χαμηλότονη (οπότε δεν θα δικαιολογούσε κάποια έντονη σκηνική παρουσία), η όλη ακινησία της ορχήστρας δημιουργούσε, σε συνδυασμό με τον γραμμικό, επαναληπτικό, όλο ισοκρατήματα και πολυφωνίες ήχο, ένα κλίμα θρησκευτικό· μια μυσταγωγία που σε έπαιρνε αργά-αργά μαζί της και σε πήγαινε. Εκεί λοιπόν που στην κατ’ οίκον ακρόαση δυσκολευόμουν να βρω σημεία για να κρατηθώ, μέσα στον «ναό» του Six d.o.g.s τα παλιά τραγούδια άρχισαν να ξεκλειδώνονται και τα νέα (από το δεύτερο άλμπουμ της Λιούτα, το οποίο θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβρη) έβρισκαν τη θέση τους με άνεση μέσα στο σύνολο.
Με δεδομένο το ύφος της μουσικής, θα περίμενε ίσως κανείς ότι θα αντίκριζε λίγο κόσμο στο γνωστό συναυλιακό στέκι, ειδικά εφόσον μιλάμε και για ένα βράδυ Τετάρτης. Κι όμως, η Νεφέλη Λιούτα φαίνεται πως έχει βρει το κοινό της: ο κόσμος που μαζεύτηκε ήταν πολύς, σίγουρα περισσότερος από άλλα λάιβ στον ίδιο χώρο, πολύ πιο «τρέντυ» ονομάτων. Κι όχι μόνο αυτό. Οι παρευρισκόμενοι –ιδιαίτερα νεαρών ηλικιών, στην πλειονότητά τους– έμοιαζαν απόλυτα συντονισμένοι με το συναυλιακό γεγονός, απόλυτα «μέσα» στο κόλπο. Δεν μου συμβαίνει σχεδόν ποτέ να απουσιάζουν τα γνωστά «πηγαδάκια» και οι κουβεντούλες κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας, ούτε πετυχαίνω κάθε μέρα κορίτσια που ξέρουν να τραγουδούν όλους τους στίχους ενός νέου καλλιτέχνη.
Δεν εξελίχθηκε έτσι σαν συνηθισμένη συναυλία η μιάμισης ώρας εμφάνιση της Nefeli Walking Undercover και των μουσικών της, ακριβώς επειδή η ίδια η πρωταγωνίστρια και τα τραγούδια της δεν αποτελούν περίπτωση «μια απ’ τα ίδια». Η νεαρή μουσικός έχει σαφώς φτιάξει έναν δικό της κόσμο, γεμάτο εικόνες από την ελληνική ύπαιθρο, από παιδικότητα, από αφαιρετικές αναπτύξεις, έναν κόσμο υφασμένο από τους ήχους του βιολιού, του πιάνου, της καλίμπας, της μελόντικας, της κιθάρας και του γλυκού πλεξίματος των φωνών. Κι αυτός ο κόσμος ανασυστάθηκε κατανυκτικά μπροστά στα μάτια και στα αυτιά μας στο Six d.o.g.s, γενόμενος ταυτόχρονα και λίγο δικός μας.
{youtube}7Aem0_4apq4 {/youtube}