Σε εποχές κατά τις οποίες η έννοια του πολιτισμού τείνει (ως θεσμική επιλογή) να εξισώνεται ή ακόμα και να εξομοιώνεται με τον τουρισμό, με τα πάντα να λογιστικοποιούνται και γι' αυτό να ευτελίζονται, κινήσεις σαν κι αυτή της ομάδας (αυτο)διαχείρισης του θεάτρου Εμπρός αποκτούν μια επιπλέον σημασία. Εκτός των άλλων, γιατί δείχνουν εμπράκτως ότι μπορεί να υπάρχει ένας διαφορετικός δρόμος για τη λειτουργία των πραγμάτων. Και βεβαίως διότι κρατάνε στη ζωή (ή, αν το δείτε διαφορετικά, δίνουν ζωή σε) έναν ιστορικό χώρο του κέντρου των Αθηνών –τυπογραφείο αρχικώς της εφημερίδας Εμπρός του Δημητρίου Καλαποθάκη κι έπειτα θέατρο του Τάσου Μπαντή. Αυτά γενικώς και εισαγωγικώς.
Η συνάντηση της προηγούμενης Πέμπτης ήταν σε αρμονία με αυτό το πνεύμα. Διότι τι άλλο κάνει –θεωρητικά τουλάχιστον– μια μουσική που χαρακτηρίζεται γενικώς ως «πειραματική», από το να ψάχνει να βρει «διαφορετικούς δρόμους» σε επίπεδο έκφρασης ή χρησιμοποίησης των μέσων; Διαφορετικότητα η οποία δεν εκφράζεται απαραίτητα με όρους εναντίωσης ή αυτοσκοπού, απλώς ως τρόπος να τεθούν τα ζητήματα υπό μία διαθλαστική (ή/και με μία πιο αιχμηρή) οπτική.
Την αρχή στο 2ο Φεστιβάλ Αυτοσχεδιαστικής Μουσικής, λίγα λεπτά μετά τις 9, έκανε ο Bellerophone –όχι βεβαίως ο μυθικός Βελλεροφόντης, αλλά ο Δημήτρης Σαντζιλιώτης, άνθρωπος με σάρκα και οστά. Με ένα modular synthesizer της Moog, έπαιζε σε εκείνο το όριο μεταξύ φυσικής και μουσικής, όπου το μουσικό πεδίο εξηγείται καλύτερα με βολτ και αμπέρ, παρά με νότες ή ρυθμούς. Ομολογώ πως δεν τον πρόλαβα από την αρχή (και όσο να 'ναι σου παίρνει και λίγο χρόνο να εγκλιματιστείς σε ένα τέτοιο αυστηρό ηχητικό περιβάλλον), μου φάνηκε όμως κάπως επίπεδο το ό,τι άκουσα. Μέχρι τουλάχιστον να έρθει η μεστή κορύφωση με την οποία ο Σαντζιλιώτης πραγματοποίησε την έξοδό του.
Ακολούθησε ο Άγγελος Κυρίου, τον οποίον είχα πετύχει και στη μετα-συναυλία Fresh Music #1 στο ξενοδοχείο Πίνδαρος τον περασμένο Φλεβάρη, πλην όμως οι συνθήκες εκεί δεν ευνοούσαν την επί μέρους ακρόαση. Άνετα καθισμένος στα ορεινά της πλατείας του Εμπρός, η συνθήκη έμοιαζε σίγουρα ιδανικότερη. Διότι αν ακούσεις φευγαλέα, πιθανώς να προσπεράσεις το ό,τι κάνει ως «επιμελώς ατημέλητο»: ως αυτό το καλλιτεχνικό που κρύβεται στο φαινομενικά άτεχνο. Όμως ο Άγγελος Κυρίου δεν είναι τέτοια περίπτωση ή τουλάχιστον δεν είναι κυρίως τέτοια περίπτωση. Μιλάει για το καθημερινό (από σκέψεις σ’ ένα τρόλεϊ, μέχρι το καμάκι σε μια παραλία) και το κάνει με ευστοχία, χιούμορ και μe γερές δόσεις σουρεαλισμού, δίχως να στριμώχνεται σε πλαίσια καθωσπρεπισμού ή πολιτικής ορθότητας –τούτο ισχύει και για τις ιστορίες που φτιάχνει και για το πώς τις μελοποιεί.
Κρατώντας την ηλεκτρική του κιθάρα ανά χείρας και περνώντας μέσα της ένα ετερόκλητο πλήθος αναφορών (από υπομνήσεις λαϊκής μουσικής μέχρι μια ομολογουμένως ταιριαστή στο γενικό νοηματικό πλαίσιο διασκευή στο “Touch Me I’m Sick” των Mudhoney), εκφωνώντας τις σύντομες πρόζες του με ρυθμούς βαριεστημένης οικειότητας κι έχοντας από πίσω μια διαρκή λούπα –κάπου μεταξύ βροχής και καζανακίου– δημιουργούσε μια συνεκτική αφήγηση η οποία, όσο έμοιαζε καλοσχεδιασμένη, άλλο τόσο φαινόταν ότι συνδιαμορφωνόταν από το τυχαίο και το επιτόπιο.
Μετά τον Άγγελο Κυρίου, σειρά είχε ο δικός μας Στυλιανός Τζιρίτας με την ομάδα του (συναποτελούμενη από τους εκλεκτούς συναδέλφους Αντώνη Ξαγά & Ηλία Παυλόπουλο στη φωνητική επιτέλεση, τον Ντίνο Δομένικο στα τύμπανα και τον Γιώργο Χατζηδημητρίου στην ηλεκτρική κιθάρα). Το θέμα της παράστασης ήταν εμπνευσμένο από γραπτά του Μισέλ Φουκώ κι εξέταζε την έννοια του παρία, του πώς εμείς οι «γνωστικοί» περιθωριοποιούμε όσους θεωρούμε «τρελούς». Θέμα που αποδόθηκε με την αρμόζουσα δυναμική, είτε αυτή είχε να κάνει με τους αυτοσχεδιασμούς μεταξύ κλαρινέτου, τύμπανων και κιθάρας, είτε με φράσεις οι οποίες το σχηματοποιούσαν εύστοχα και τριγυρνούσαν στο κεφάλι σου για ώρα (λ.χ. «χτυπούσε τις καμπάνες του χωριού σε χρόνους που κανείς δεν καταλάβαινε»).
Μπορεί να έχω προσωπικά τις ενστάσεις μου για κάποια θέματα χωροταξίας (όπως για παράδειγμα για το μικρόφωνο στο δάπεδο, το οποίο ανάγκαζε Ξαγά & Παυλόπουλο σε μικρά push-ups κάθε φορά που ήταν να εκφωνήσουν μέρος του κειμένου), επί της ουσίας πάντως η παράσταση κατάφερε να καταστήσει σαφή όσα είχε σκοπό να θίξει. Χώρια οι στιγμές κατά τις οποίες οι «λαρυγγισμοί» του κλαρινέτου έδεσαν ωραία με τα α-λα-Sunn O))) αργόσυρτα ακόρντα της κιθάρας, αλλά και με τον δυναμισμό των τύμπανων.
Ακολούθησαν, διαδοχικά, τα δύο τρίτα των Mohammad, ο Νίκος Βελιώτης αρχικά και ο ILIOSαργότερα. Το παραθέτω έτσι, διότι η γενική εντύπωση που μου δημιουργήθηκε είναι ότι ο ρόλος που ο καθένας έχει στους Mohammad βγήκε εδώ από αυτά τα συμφραζόμενα, αυτονομήθηκε (εντρύφησε δηλαδή στη δική του εσωτερική λογική) κι έφτιαξε μια δική του ξεχωριστή αφήγηση: σκοτεινή –κυριολεκτικά και μεταφορικά– βραδυκίνητη και επιβλητική, φαινομενικά ανοικτή, αλλά ταυτόχρονα ερμητικά περίκλειστη. Αν υπάρχει η έννοια του ηχητικού νιχιλισμού, νομίζω πως την Πέμπτη βρεθήκαμε σχετικά κοντά.
Βεβαίως αμφότεροι γνωρίζουν εξονυχιστικά το πεδίο στο οποίο κινούνται, πράγμα που σημαίνει ότι το νοηματοδοτούν παραπάνω από απλώς επαρκώς. Ο Νίκος Βελιώτης έφτιαχνε με το ηλεκτρικό του τσέλο εξαιρετικά λεπτομερείς ηχητικούς όγκους, τσουλώντας με τελετουργική βραδύτητα το δοξάρι πάνω στις χορδές του και περνώντας (υποθέτω, καθώς μέσα στο σκοτάδι δεν μπορούσες να διακρίνεις λεπτομέρειες) το σήμα μέσα από διάφορους επεξεργαστές. Παίζοντας με το διαφορετικό τονικό ύψος των λίγων νοτών που χρησιμοποιούσε –σαν να λέμε με τις διαφορετικές αποχρώσεις του μαύρου– δημιουργούσε παράλληλα ηχητικά συμβάντα, τα οποία συνδέονταν με συμπληρωματικές ή και με αντιθετικές σχέσεις.
Κάπως αντίστοιχα λειτούργησε και ο ILIOS, έχοντας ως πηγή τον ήχο ηλεκτρικών γεννητριών. Βεβαίως στο δικό του σετ οι χαμηλές συχνότητες ήταν πιο έντονες, παίζοντας με το όριο της δόνησης και μ’ εκείνο του ήχου. Χτιζόταν δηλαδή μια υπόκωφη ένταση, γεμάτη από εξαιρετικές πυκνώσεις και ξαφνικές αραιώσεις, μια δυναμική την οποία ο ILIOS χειριζόταν με χειρουργική ακρίβεια· εξαπέλυε συχνότητες που σε διαπερνούσαν ολόκληρο, επιτείνοντας αυτές τις στιγμές της ξαφνικής αποσυμπίεσης, του μετεωρισμού. Απολύτως ταιριαστό και το δυνατό συγκοπτόμενο φως, που έσπαγε το παχύ σκοτάδι και συντονιζόταν στην εντέλεια με τη συνολική ηχητική.
{youtube}dKXJkLE8MNE{/youtube}