Όρεξη να 'χει κανείς, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών δίνει κάμποσες συναυλίες μέσα στη χρονιά. Κι έτσι δεν παρέχει μόνο την ευκαιρία στο κοινό της πρωτεύουσας για συχνή επαφή με τον κλασικό κόσμο (σε προσιτή τιμή), αλλά «γυμνάζει» κι εκείνη τους μυς της, εμβαθύνει, προχωρά. Κι έχει –δικαίως– φτάσει να θεωρείται ένα άξιο εγχώριο σύνολο, με σεβαστή ιστορία (υπάρχει από τον 19ο αιώνα), το οποίο έχει τελικά υπερβεί τη γνωστή εικόνα νεποτισμού και αναξιοκρατίας που μαστίζει το ελληνικό δημόσιο.
Αλλά η συμμετοχή της στο Φεστιβάλ Σύγχρονης Μουσικής Update έδωσε την ευκαιρία για ένα κονσέρτο με πιο ξεχωριστό χαρακτήρα. Όπως τόνισε ο Τίτος Γουβέλης στον πρόλογο που μας έκανε, ήταν η πρώτη εμφάνιση της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών. Και ήταν (έρχομαι να συμπληρώσω εγώ) μια εξαιρετική εμφάνιση, η οποία δικαίως χειροκροτήθηκε ενθουσιωδώς από τη μισογεμάτη αίθουσα «Αριστοτέλης Ωνάσης». Επίσης, στο πρόγραμμα της βραδιάς υπήρχε κι ένα νέο έργο, γραμμένο κατά παραγγελία της Ορχήστρας, το οποίο θα παιζόταν για πρώτη φορά ενώπιον κοινού: ο λόγος για το Incompatible(s) IX: Hommage À NikosMamangakis του Νικόλα Τζώρτζη, έναν φόρο τιμής (όπως πιστοποιεί και ο υπότιτλος) του νεαρού συνθέτη στον πρόσφατα εκλιπόντα Νίκο Μαμαγκάκη.
Το Incompatible(s) IX ήταν και το πρώτο έργο που ακούσαμε τη Δευτέρα. Εκτελέστηκε με σφρίγος, ωστόσο δεν μου άρεσε: παρότι ο Τζώρτζης μπόρεσε πράγματι να αναπλάσει κάτι από το πνεύμα του Μαμαγκάκη χωρίς να φτιάξει ένα απλό αντίγραφο της αισθητικής αυτού, βρήκα τη σύνθεση υπέρ τo δέον εγκεφαλική, με το ενδιαφέρον να έχει μετατοπιστεί στην περίτεχνη ενορχήστρωση και στον τρόπο με τον οποίον συνδιαλέγονταν τα όργανα κατά τις τρεις (άτυπες) ενότητες. Αν ευχαριστήθηκα κάτι, λοιπόν, ήταν εκείνη η άγρια θάλασσα των εγχόρδων και ο κάπως ιδιόμορφος τρόπος με τον οποίον πλαισιώθηκε από τα πνευστά.
Για το Κονσέρτο για Πιάνο (Αριστερό Χέρι) του Μωρίς Ραβέλ άλλαξε ολόκληρη η διάταξη της ορχήστρας, καθώς σε κεντρικό πλάνο στο μέσον της σκηνής ήρθε (όπως καταλαβαίνει κανείς) το πιάνο. Ο εξαιρετικός Στέφανος Θωμόπουλος (πρόσφατα μίλησε και στο Avopolis, βλέπε εδώ) έβγαλε σε πέρας μια απαιτητική performance –το κομμάτι είναι γραμμένο για να παίζεται με αποκλειστική χρήση του αριστερού χεριού– με το πάθος και την ένταση να ζωγραφίζονται έκδηλα στο πρόσωπό του· μπόρεσε όμως να αποδώσει εύστοχα και την παιχνιδιάρικη εκείνη αίσθηση την οποία απαιτούν τα επηρεασμένα από την τζαζ σημεία. Παράλληλα, η ΚΟΑ, υπό την έμπειρη μπαγκέτα του Βασίλη Χριστόπουλου, κράτησε τις αδρές δραματικές γραμμές του Ραβέλ και απέδωσε με βάθος τη γνωστή σκοτεινή εισαγωγή της σύνθεσης, σε μια εκτέλεση που άφησε να διαφανούν και οι «μονόλογοι» (ας τους πούμε) ορχήστρας/πιάνου, μα και ο ενθουσιασμός της ένωσής τους. Ένα πλούσιο σε χρωματισμούς έργο, το οποίο έτυχε μια εκτέλεσης χάρμα.
Το δεύτερο μέρος της βραδιάς άνοιξε με ένα πραγματικά ιδιαίτερο κομμάτι, εκπρόσωπο της γαλλικής πρωτοπορίας των ημερών μας: το RageInTheHeavenCity του RaphaëlCento (2004). Ο Cento το λάνσαρε παρέα με ένα θεώρημα περί «γενικευμένου οργανικού κορεσμού», το οποίο –εν πολλοίς– βάσισε στην αλλοίωση που προξενείται στον ήχο όταν η έντασή του υπερβαίνει τις δυνάμεις του ηχοσυστήματος.
Αν και δεν νομίζω ότι πέτυχε να δείξει αυτό που ήθελε γράφοντας για τις δυνάμεις μιας συμφωνικής ορχήστρας, για τον Cento είχε τελικά περισσότερη σημασία το ταξίδι, παρά ο προορισμός. Και είναι γεγονός ότι, παρά τις αμφιβολίες μου για τον προορισμό, το ευχαριστήθηκα το ταξίδι. Καλοπροβαρισμένη και ετοιμοπόλεμη, με τον Χριστόπουλο να δίνει ρέστα, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών βγήκε αποτελεσματικά έξω από τα συνήθη νερά και μπόρεσε να αποδώσει τόσο τον σαν να τρίβεις τζάμι ήχο των εγχόρδων, όσο και τον βουητό ήχο των πνευστών· ο Γουβέλης παραλλήλισε τον τελευταίο με τον ήχο που παράγουν οι φάλαινες, αλλά δεν θα συμφωνήσω μαζί του –κρίνοντας από τις ακροάσεις του περίφημου εκείνου δίσκου του Dr. Roger Payne (SongsOfTheHumpbackWhale, 1970).
Για φινάλε, είχαμε Ιγκόρ Στραβίνσκι και Πουλί Της Φωτιάς (τη σουίτα του 1919). Έργο που δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις και αρέσει διαχρονικά, όντας μάλιστα εκείνο που κατέστησε τον Στραβίνσκι όνομα στο Παρίσι της εποχής. Τη Δευτέρα απολαύσαμε λοιπόν τον όγκο του –ταμάμ για τις δυνάμεις μιας καλής συμφωνικής– τον ρομαντισμό του, τα περίπλοκα ρυθμικά του σχήματα, αλλά βέβαια κι αυτές τις τόσο ρώσικες αναφορές του συνθέτη, οι οποίες «μυρίζουν» Nikolai Rimsky-Korsakoff. Έπεσε γερό και δίκαιο χειροκρότημα στο φινάλε, για μια εκτέλεση που δεν αποδείχθηκε απλά διαβασμένη και καλοπροβαρισμένη, μα διέθετε κι εκείνο το κάτι παραπάνω, όπως λέμε. Απολαυστικό κλείσιμο μιας απολαυστικής βραδιάς.