Μας είχε συνηθίσει σε διαφορετικού ύφους προγράμματα τα τελευταία χρόνια η Ιερά Οδός, γι' αυτό και ξένισε τους περισσότερους –κι εμένα επίσης– το άκουσμα ότι θα φιλοξενούσε φέτος ένα αφιέρωμα του Σταύρου Ξαρχάκου στα τραγούδια του Τσιτσάνη, καθώς και μια ενότητα από το δικό του Ρεμπέτικο, με βασική ερμηνεύτρια την Ελένη Βιτάλη. Λίγο όμως γιατί ο χώρος δεν μου έδωσε καμιά περαιτέρω αφορμή που να επιβεβαιώσει μια τέτοια άβολη σκέψη, λίγο γιατί απλώθηκαν μπροστά μας διαχρονικά τραγούδια από ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της λαϊκής ιστορίας, έδειχνε άδικο να επιμείνω παραπάνω στα περιβάλλοντα στοιχεία: το βράδυ της Παρασκευής, η ουσία της παράστασης Νυν και Αεί...Τσιτσάνης πέρασε γρήγορα στο προσκήνιο.
Σ’ ένα σκηνικό με λιτό φόντο και με φωτισμό που άρμοζε στο ύφος των συγκεκριμένων τραγουδιών, εμφανίστηκε μια πολυμελής ορχήστρα με εξαιρετικούς μουσικούς, οι οποίοι –με επίκεντρο τους τέσσερις σολίστες του μπουζουκιού– άρχισαν να ξεδιπλώνουν ένα ορχηστρικό ποτ-πουρί, πολύ καλή επιλογή για την ομαλή εισαγωγή στο ύφος του προγράμματος. Από την αρχή κιόλας, η παράσταση παρουσίασε στο κοινό και τα βαριά της χαρτιά: τον ίδιο τον συνθέτη να διευθύνει την ορχήστρα και να καθοδηγεί την Ελένη Βιτάλη σε μερικές πασίγνωστες συνθέσεις του Τσιτσάνη (“Συννεφιασμένη Κυριακή”, “Ό,τι Κι Αν Πω Δε Σε Ξεχνώ’’, “Αρχόντισσα’’, “Σαν Απόκληρος Γυρίζω’’, “Αχάριστη’’ κ.ά.).
Καθώς η σημαντική ερμηνεύτρια αποχωρούσε από τη σκηνή στο τέλος της πρώτης της εμφάνισης, η σκέψη που πέρασε από το μυαλό μου είναι ότι ο χρόνος δεν την άφησε ανέγγιχτη: απέφυγε, παρατήρησα, τις ψηλές νότες στα περισσότερα κομμάτια, προσπαθώντας μάλλον να προστατεύσει τη φωνή της από την έκθεση αυτής της φθοράς στο κοινό. Ο ίδιος ωστόσο χρόνος την προίκισε με μια μακρόχρονη εμπειρία, η οποία μετουσιώθηκε σε μια εξαιρετική ερμηνευτική ωριμότητα. Όσες φορές αφέθηκε στην ένταση των τραγουδιών πάνω στο πάλκο της Ιεράς Οδού, η Βιτάλη απέδειξε το φωνητικό της βάθος, που μαζί με εκείνη την ιδιαίτερη χροιά την καθιέρωσαν ως μία από τις πιο άξιες ερμηνεύτριες του ελληνικού πενταγράμμου.
Κι επειδή τις περισσότερες φορές είναι οι συγκρίσεις που αποκαλύπτουν τις διαφορές και οδηγούν στα συμπεράσματα –αν και άδικες εν μέρει, γιατί πρόκειται για δυο τραγουδίστριες με πολύ διαφορετικές εμπειρίες– η εμφάνιση της Ηρώς Σαΐα τροφοδότησε ορισμένους προβληματισμούς για τις ερμηνείες της βραδιάς. Λέγοντας δηλαδή κάποιες επιλογές από το ρεπερτόριο του Τσιτσάνη (“Της Κοινωνίας Η Διαφορά”, “Ακρογιαλιές Δειλινά”, "Τα Ξένα Χέρια", "Αν Σε Απάτησε", "Η Ζημιά" κ.ά.), η Σαΐα απέδειξε ότι ναι μεν διαθέτει καλή φωνή, όχι όμως και την απαιτούμενη ερμηνευτική εμπειρία ώστε να διαχειριστεί τέτοια μεγάλα τραγούδια. Προσπάθησε λοιπόν να κρύψει την ερμηνευτική και σκηνική της αμηχανία απέναντι σε αυτό το υλικό με ένα στομφώδες ύφος στις εκφράσεις της και με ερμηνευτικές υπερβολές, οι οποίες δεν ταιριάζουν στις συγκεκριμένες συνθέσεις, που υποβάλουν το μέτρο –αρκεί βέβαια να διαθέτει ο τραγουδιστής το καλλιτεχνικό ένστικτο ώστε να το συλλάβει και να το ενσωματώσει στην απόδοσή του.
Ο Μανώλης Πάππος, εκτός από το να παίζει πολύ καλό μπουζούκι, είπε και ο ίδιος κάποια κομμάτια του Τσιτσάνη, λειτουργώντας συμπληρωματικά στο πρόγραμμα ως την επιστροφή της Ελένης Βιτάλη στη σκηνή. Ήταν και το μέρος της βραδιάς κατά το οποίο το κοινό απελευθέρωσε πια τις αντιδράσεις του και σιγοτραγούδησε μερικά τραγούδια μαζί της –ιδιαίτερα το “Μη Μου Ξαναφύγεις Πια”. Η συστολή αυτή του κόσμου προερχόταν από μια αίσθηση σεβασμού που απέπνεε το πρόγραμμα: παρά το λαϊκό ύφος, ο αφιερωματικός του χαρακτήρας το καθιστούσε κυρίως ακουστικό.
Μετά από ένα μικρό διάλλειμμα κατά τις 2 τα ξημερώματα –αρκετά αργά ομολογουμένως– δόθηκε τέλος σε αυτό το πλούσιο, αν και ενίοτε κουραστικό, αφιέρωμα στον Τσιτσάνη. Κι ακολούθησε μια μικρή ενότητα (διάρκειας μιας ώρας περίπου) κατά την οποία ακούστηκαν εκλογές από το Ρεμπέτικο (αυτόν τον σημαντικό σταθμό στη συνέχεια του λαϊκού μας τραγουδιού), με όλους πια τους συντελεστές επί σκηνής. Το “Καίγομαι’’ με τη φωνή της Σαΐα και το “Δίχτυ’’ από τη Βιτάλη ήταν οι στιγμές που ξεχώρισαν.
Ο επίλογος της βραδιάς δεν θα μπορούσε παρά να ανήκει στον ίδιο τον Ξαρχάκο, ο οποίος πιστώνεται απόλυτα τη σύνθεση της ορχήστρας που είδαμε στην Ιερά Οδό να αποδίδει εξαιρετικά τις δημιουργίες του Τσιτσάνη, μα και τα τραγούδια από το Ρεμπέτικο –με τις ενορχηστρωτικές βέβαια παρεμβάσεις και τους εμπλουτισμούς του ίδιου του συνθέτη. Ο οποίος δεν περιορίστηκε απλά στην προετοιμασία του προγράμματος, αλλά βρέθηκε κι αρκετή ώρα επί σκηνής για να διευθύνει με την αυστηρότητα και την απολυτότητα που τον διακρίνει, αλλά και μ’ ένα πάθος το οποίο σε ορισμένες στιγμές ράγισε αυτό το προφίλ, αφήνοντας να διαφανεί ο σεβασμός και η αγάπη του προς το υλικό.
Έφυγα με μια αίσθηση πληρότητας και ικανοποίησης απο την Ιερά Οδό τα ξημερώματα του Σαββάτου. Γιατί παρακολούθησα ένα αφιέρωμα σ' ένα σημαντικό κομμάτι του εγχώριου λαϊκού τραγουδιού, από καλλιτέχνες που το προετοίμασαν και το απέδωσαν επιτυχημένα (παρά τις επιμέρους αδυναμίες). Αισθάνθηκα επιπλέον ότι σεβάστηκαν και το υλικό αλλά κι εμένα ως ακροατή και θεατή, όπως έπραξε και η συνολική παραγωγή του προγράμματος, καθώς και ο χώρος που το φιλοξένησε.
{youtube}Qsu0Ldj5wd8{/youtube}