Δεν ξέρω πόσοι Αθηναίοι πέρασαν το Σαββατοκύριακο από τη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, ξέρω όμως ότι το αφιέρωμα που στήθηκε εκεί για τον Mauricio Kagel έθεσε νέα στάνταρ προσδοκιών/αποτίμησης για ανάλογους φόρους τιμής. Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια σε όσους δούλεψαν για αυτό, καθώς όχι μόνο επιτεύχθηκε τελικά το απίθανο –να λάβει δηλαδή σάρκα και οστά ένας από τους πλέον πολυπρόσωπους και σύνθετους δημιουργούς του 20ου αιώνα– αλλά και γιατί αποδείχθηκε πως στο εδώ και το τώρα δρουν εξαιρετικοί Έλληνες μουσικοί, ικανοί να αποδώσουν στα πολύ δύσκολα, τηρώντας προδιαγραφές που συνήθως χαρακτηρίζουμε ως «διεθνείς».
Αν και το παρόν κείμενο εστιάζει στο συναυλιακό κομμάτι του διημέρου, θα ήταν κρίμα να μην σχολιαστούν επί τροχάδην αυτά που είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν (δίχως αντίτιμο) όσοι επισκέφθηκαν τη Στέγη μεταξύ 16.00 και 20.00 το Σάββατο και την Κυριακή. Γιατί ηθοποιοί, μουσικοί, τεχνικοί και άλλοι συντελεστές ζωντάνεψαν ένα μεγάλο τμήμα της χλιδανής παρακαταθήκης του MauricioKagel. Αναμενόμενα, υπήρξε μια εστίαση στο πολυσυζητημένο Staatstheater (1970), ιδιαίτερη όμως νότα έδωσαν οι προβολές των ταινιών του Αργεντίνου καλλιτέχνη (δεν είναι Γερμανός, όπως ορισμένοι νομίζουν, απλά έζησε και σταδιοδρόμησε στη Γερμανία), αρκετές από τις οποίες είναι πλέον σπάνιες. Ανάμεσά τους, το Antithese (1965), το Match (1966), το Phonophonie (1979), αλλά και το Blue’sBlue (1981).
Οι συναυλίες πάλι, αποτελούσαν έναν διαφορετικό κόσμο. Εδώ δεν έμπαινες δωρεάν και τα πράγματα ήταν εκ προοιμίου πιο κεντραρισμένα, καθώς τα 12 συνολικά έργα που ακούσαμε (6 + 6) στόχευσαν στην ανάδειξη της μουσικής σκέψης του Kagel. Μιας ανήσυχης, αντισυμβατικής και φύσει ανατρεπτικής σκέψης, που πατούσε μεν στέρεα στην κεντροευρωπαϊκή κλασική παράδοση, τη χρησιμοποίησε όμως ως ορμητήριο τολμηρών εξερευνήσεων –είτε προς τον avant garde πειραματισμό, είτε προς τα σύνορα της performance. Δεν ήμασταν πολλοί το Σάββατο, αλλά την Κυριακή γέμισε η αίθουσα Χριστίνα Ωνάση· και πάλι όμως, δεν ξέρω πόσοι ήρθαν τελικά για τον Kagel, καθώς στο διάλειμμα συνειδητοποίησα ότι πολλοί βρίσκονταν εκεί επειδή γνώριζαν κάποιον από τους συμμετέχοντες μουσικούς.
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της περσόνας του Kagel, που αποτυπώθηκε γλαφυρά και στο έργο του, ήταν το χιούμορ. Γελάσαμε έτσι με την ψυχή μας την Κυριακή, βλέποντας 3 σοβαρούς, καλοντυμένους πνευστούς να λαμβάνουν θέση απέναντί μας κι απλά να μας... κοιτάνε ανέκφραστοι, πριν αρχίσουν να παριστάνουν ότι φυσάνε και ξεφυσάνε στις τρομπέτες τους. Το ConVoce(1972) κρατούσε την όψη ενός σοβαρού, επίσημου κόσμου, μα τον σατίριζε με στιλ.
Όταν πάντως ο Kagel επιθυμούσε να γράψει μουσική, δεν αστειευόταν. Το Σάββατο χειροκροτήσαμε με ζέση και στο TrioinzweiSätzen (2006/2007) και στο TrioineinemSatz (2001). Στο πρώτο, απολαύσαμε τη διάδραση μεταξύ ενός άναρχου, οξύτονου βιολιού κι ενός πιάνου κινούμενου με βαριά, μετρημένα βήματα, με τις μεταξύ τους ισορροπίες να κρατούνται από ένα διακριτικό βιολοντσέλο· στο δεύτερο, ο συνδυασμός των οργάνων έμεινε ο ίδιος, αναδείχθηκε όμως το νεύρο του βιολιού, που βρήκε ιδανικό εκφραστή στις συσπάσεις του προσώπου του Δημήτρη Καρακαντά, στις ηχηρές του εκπνοές και στα αεικίνητα πόδια του. Άξιο αναφοράς και το UnguisIncarnatusEst (1972), όπου σύμπραξαν –όμορφα και απέριττα– η Λορέντα Ράμου στο πιάνο και ο Βασίλης Παπαβασιλείου στο κοντραμπάσο. Σημειωτέον, ο Kagel έχει φτιάξει το συγκεκριμένο έργο μόνο για πιάνο, αφήνοντας ελεύθερη την επιλογή του δεύτερου οργάνου.
Αν πάντως θέλετε να μιλήσουμε για ατόφια φαντασία, το Σάββατο είδαμε τον Χρήστο Σακελλαρίδη και τη BeataPincetic να κάθονται πλάι-πλάι στο ίδιο πιάνο, για την εκτέλεση του DerEiddesHippokrates (1984): εκείνος ανέλαβε τα πλήκτρα, εκείνη τα χτυπήματα· εκείνος το αντιμετώπισε ως μουσικό όργανο, εκείνη εξερεύνησε με τις γροθιές και την παλάμη της διάφορες ηχητικές δυνατότητες του περιβλήματός του. Η προσωπική μου πάντως ψήφος προτίμησης πάει στο Schattenklänge της Κυριακής –κι ας μην είδαμε ποτέ τον σαξοφωνίστα που μας χάρισε αυτές τις υπέροχες μελωδίες, στα όρια του αυτοσχεδιασμού και της σκανδιναβικής τζαζ. Τον έκρυβε βλέπετε ένα παραβάν, στο οποίο δύο προτζέκτορες έριχναν από τα πλάγια (ένας δεξιά, ένας αριστερά) σκηνές από ταινίες του Kagel, επιτρέποντάς μας απλά να διακρίνουμε τη φιγούρα του και τις κινήσεις της. Όλα αυτά διαδραματίζονταν σημειωτέον μέσα στο παραβάν, πράγμα που μας έκανε να αισθανόμαστε ότι κοιτούσαμε τα δρώμενα από το πίσω μέρος. Μια αποτελεσματική αντιστροφή της οικείας αίσθησης παρακολούθησης μιας παράστασης.
Αλλά η μουσική κορύφωση του διημέρου σημειώθηκε στο φινάλε της Κυριακής. Στο EinBrief (1985/1986) μείναμε με το στόμα ανοιχτό ενόσω στηνόταν η σκηνή στο διάλειμμα, καθώς βλέπαμε ένα συνεχές πήγαινε/έλα καρεκλών, αναλογίων και μουσικών οργάνων. «Μα, πόσοι θα παίξουν ρε παιδιά;» αναρωτήθηκε (εύλογα) μια κυρία παραδίπλα –γύρω στους 25, η σωστή απάντηση. Και δεν ήταν για να κάνουν εντύπωση: θαύμασα προσωπικά το πώς ο Kagel μπόρεσε να βάλει όλα αυτά τα όργανα να συνυπάρξουν, δίχως να βγει αχταρμάς και δίχως τίποτα να ηχήσει ως περιττό, απλά και μόνο για να μεταφράσει σε νότες το περιεχόμενο μιας ερωτικής επιστολής, από την οποία κράτησε μόνο τις δύο λέξεις της έναρξης (αγάπη μου). Και θαύμασα ακόμα περισσότερο τον μαέστρο Ανδρέα Λεβισιανό για την άνεση με την οποία διεύθυνε το ετερόκλητο τούτο σύνολο, στο οποίο παρουσία διέθετε και η ανθρώπινη φωνή, εκπροσωπούμενη (άναρθρα) από την εξαιρετική μεσόφωνο Άννα Παγκάλου.
Στο ...den 24. xii.1931 (1988/1991), πάντως, η ανθρώπινη φωνή δεν κατέγραψε απλή παρουσία, μα έλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Κι ας προσπάθησαν τόσο φιλότιμα να της κλέψουν την παράσταση οι απίθανοι ήχοι που πήγαζαν από παράξενα μεταλλικά κρουστά, σφυρίχτρες, καραμούζες, μα και από δύο... λαστιχένιες μπότες! Ο Λεβισιανός διηύθυνε εδώ μια μικρότερη σε μέγεθος ορχήστρα, με πολλές όμως ιδιαιτερότητες (όπως θα καταλάβατε ήδη), άξιοι υπεύθυνοι για τις οποίες ήσαν ο Θοδωρής Βαζάκας, ο Μαρίνος Τρανουδάκης και ο Παναγιώτης Ζιάβρας. Αλλά τίποτα δεν μπορούσε να στρέψει την προσοχή μακριά από τον βαρύτονο Βαγγέλη Μανιάτη, ο οποίος είχε αναλάβει την παρουσίαση 7 ειδήσεων από τις γερμανικές εφημερίδες της 24ης Δεκεμβρίου του 1931. Καταπληκτική παρουσία, ενσάρκωσε άριστα τον ιδανικό κατά Kagel ερμηνευτή, εκείνον δηλαδή που μπορεί να εντυπωσιάσει με τη φωνή και την τεχνική του, ενώ παράλληλα στέκεται και ως πλήρης περφόρμερ, παίζοντας σαρδόνια με τους χρωματισμούς, με τις χροιές, με τις εκφραστικές γραμμές του προσώπου του και με τη γενικότερη κινησιολογία του.
Έτσι θριαμβευτικά τελείωσε λοιπόν ένα πολύ πλούσιο αφιέρωμα, που, όπως τόνισα και στην αρχή, έγραψε ιστορία με την οργάνωσή του, τις παράλληλες δράσεις του, τη γλαφυρή απεικόνιση ενός εν πολλοίς άπιαστου και σύνθετου καλλιτεχνικού νου. Δεν είμαι σίγουρος πόσοι έδωσαν βάση, πάντως όσοι πρόσεξαν, θα το θυμούνται πιστεύω ως ορόσημο. Η πρώτη σπουδαία συναυλιακή στιγμή του 2014 στην πόλη.
{youtube}Xnlcjs9YdiQ{/youtube}