Ήταν 16 Ιουλίου του 2002 όταν ο άγνωστος τότε στο κοινό Γιάννης Χαρούλης ανέβαινε για πρώτη φορά στη σκηνή του Λυκαβηττού, συμμετέχοντας στο αφιέρωμα του Διφώνου στον Νίκο Ξυλούρη. Προχθές, ο νεαρός καλλιτέχνης βρέθηκε ξανά στο ανοιχτό θέατρο –με άλλους πια όρους και με άλλη αναγνωρισιμότητα– και μάλιστα σε μια έκτακτη δεύτερη εμφάνιση, που οργανώθηκε για να καλύψει την υψηλή ζήτηση εισιτηρίων μετά το sold-out που σημείωσε η προγραμματισμένη χθεσινή του συναυλία. Φυσική εξέλιξη, θα σημείωνε κανείς, της εξαιρετικής δημοφιλίας που γνωρίζει ο ερμηνευτής τα τελευταία χρόνια, η οποία εκδηλώνεται με μια ασυνήθιστα μαζική (για τα δεδομένα της εποχής και για την καλλιτεχνική ηλικία του) προσέλευση στους χώρους όπου εμφανίζεται.
Ο Λυκαβηττός γέμισε ασφυκτικά από νωρίς και κόσμος εξακολουθούσε να έρχεται ακόμα και λίγα λεπτά πριν αρχίσει η συναυλία. Αρκετά στοιχεία της παραγωγής –από το σκηνικό μέχρι το στήσιμο των εγκαταστάσεων στον χώρο– μαρτυρούσαν την προσπάθεια να παρουσιαστεί μια πιο προσεγμένη εικόνα σε αυτήν τη βραδιά. Εντυπώσεις που επιβεβαιώθηκαν με την έναρξη της συναυλίας μα και στην εξέλιξή της, καθώς το εμπλουτισμένο με προβολές και οπτικά εφέ σκηνικό έδωσε έναν τόνο διαφορετικό από προηγούμενες ζωντανές εμφανίσεις του Κρητικού ερμηνευτή, ενώ ο εξαιρετικά προσεγμένος ήχος ήρθε να συμπληρώσει μια συνολικά πολύ καλή προσπάθεια. Όσον αφορά στον ίδιο τον Χαρούλη, η επί σκηνής εικόνα του με το λαούτο στο χέρι είναι πια πολύ γνώριμη στο κοινό: ανήκει άλλωστε στους Κρήτες καλλιτέχνες που επέλεξαν να το καθιερώσουν ως κεντρικό όργανο –ο Μιχάλης Τζουγανάκης και ο Γιώργος Ξυλούρης (Ψαρογιώργης) είναι κάποιοι από τους υπόλοιπους– απομακρύνοντάς το έτσι από την παραδοσιακή του χρήση ως συνοδευτικό της λύρας.
Κι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση το λαούτο ήρθε στα χέρια του Χαρούλη σε πολύ μικρή ηλικία, τώρα πια, στα χρόνια της δημιουργικής έξαρσης, προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες: μια γκάμα ήχων ευρύτερη της λύρας, η οποία υποστηρίζει το άνοιγμά του σ’ ένα ευρύτερο ρεπερτόριο (πέραν του παραδοσιακού), συγκροτώντας μια πιο σύγχρονη εικόνα για τον νεαρό καλλιτέχνη. Κι αυτό ακριβώς το ρεπερτόριο επεδίωξε να παρουσιάσει την Κυριακή στον Λυκαβηττό ο Χαρούλης, έχοντας ως αφετηρία τα τραγούδια από τις Μαγγανείες, τη συνεργασία του με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου με την οποία προσπάθησε να δώσει μιαν άλλη βαρύτητα στη μέχρι τώρα καλλιτεχνική του διαδρομή. Ακούσαμε όμως και τις σημαντικότερες επιτυχίες από την υπόλοιπη δισκογραφία του, όπως και επιλογές από τις επιτυχίες άλλων γνωστών συνθετών και τραγουδοποιών.
Όσο πάντως κι αν προβλήθηκαν και υποστηρίχτηκαν τα τραγούδια από τις Μαγγανείες, τις εντυπώσεις μα και το χειροκρότημα κέρδισαν περισσότερο οι παλαιότερες επιτυχίες, όπως π.χ. ο "Χειμωνανθός" ή το "Έλα Πάρε Με". Μόνη σημαντική εξαίρεση από τη συνεργασία του με τον Θεσσαλό τραγουδοποιό στάθηκαν οι "Άγιοι", τραγούδι που ξεχώρισε κυρίως χάρη στους εξαιρετικούς του στίχους. Στις ιδιαίτερες στιγμές της βραδιάς καταγράφεται και η παρουσία του Χρήστου Θηβαίου, ο οποίος ήταν και ο άνθρωπος που επέλεξε τον Χαρούλη να συμμετάσχει σε εκείνο το αφιέρωμα στον Ξυλούρη το 2002.
Αξίζει να σημειωθεί πως, σε γενικές γραμμές, όλα τα τραγούδια του σετ εκτελέστηκαν με ικανοποιητικό τρόπο από την ορχήστρα (Κωσταντής Πιστιόλης/πνευστά, Μιχάλης Πορφύρης/τσέλο, Παύλος Συνοδινός/κιθάρες, Πάνος Τόλιος/τύμπανα), από την οποία ξεχώρισαν ο Τόλιος –σημαντική εξάλλου η διαδρομή του ως ντράμερ στην εγχώρια μουσική σκηνή– αλλά και ο Πιστιόλης με τις εξαιρετικές εκτελέσεις στα πνευστά, οι οποίες εμπλούτισαν αισθητά τον ήχο της ορχήστρας. Ατυχής υπήρξε αντίθετα η επιλογή του Συνοδινού να υπερβεί τον ρόλο του κιθαρίστα και να υποστηρίξει ερμηνευτικά κάποιες δικές του δημιουργίες.
Οι αντιδράσεις του κοινού ήταν ενθουσιώδεις καθ' όλη τη διάρκεια της βραδιάς, γεγονός που σε συνδυασμό με την εντυπωσιακή προσέλευση ανοίγει μια συζήτηση για τις περιπτώσεις όσων καλλιτεχνών γνωρίζουν μαζική αποδοχή μάλλον δυσανάλογη της καλλιτεχνικής τους διαδρομής. Ο Χαρούλης επιβεβαίωσε ασφαλώς την Κυριακή τις ικανότητές του –την ιδιαίτερη χροιά της φωνής του, την επάρκειά του στο λαούτο, τη δυνατότητα για καλές ερμηνείες και την ενέργεια που εκπέμπει η σκηνική του παρουσία. Επιβεβαίωσε όμως και το ότι η δημοφιλία που απολαμβάνει δεν έχει βρει ακόμα την απαραίτητη αντιστοιχία με το υλικό το οποίο παρουσιάζει. Οι επιλογές του λοιπόν στα επόμενα χρόνια θα αποδείξουν κατά πόσο θα βρεθεί σε θέση να μετουσιώσει αυτή την απήχηση σε ουσιαστική αποδοχή ενός σημαντικού καλλιτεχνικού μεγέθους.
{youtube}i9nXl6O2s4g{/youtube}