Ηλικιακό φάσμα, πλήρες. Όχι μόνο επειδή το μελόδραμα έχει πια σταθερούς φίλους στην Αθήνα, οφείλεται και στο ίδιο το έργο: η Μαντάμα Μπαττερφλάι διαθέτει εξωτισμό και τραγικότητα που συνεχίζουν να συναρπάζουν και ο Δυτικός κόσμος έχει αγαπήσει τη συγκεκριμένη όσο λίγες όπερες. Για περισσότερες λεπτομέρειες μπορείτε να ρωτήσετε τον Van Dyke Parks –μεγάλο μέρος της πρώτης πράξης της Μαντάμα είναι σαν να ακούς την ηχώ έργων του όπως το Tokyo Rose.

Ο διαπολιτισμικός έρωτας και οι δυσκολίες του διατηρούν ένα μυστήριο ακόμα και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, το οποίο πριμοδοτούν και οι ανεβασμένες (τα τελευταία δύο χρόνια) μετοχές της Λυρικής στη συνείδηση του κοινού. Βάλτε επίσης στον λογαριασμό και μια πολύ καλή αφίσα, η οποία κοσμούσε ειδικότερα το μετρό, και τότε θα καταλάβετε όχι μόνο το κυριακάτικο sold-out, αλλά κι αυτό όλων των ημερών της παράστασης.

Madama_2Η διανομή των ρόλων διέθετε ελληνική και ιταλική χροιά. Εμείς τύχαμε στη δεύτερη και σε καμία περίπτωση υποδεέστερη, μιας και η Τσέλια Κοστέα κέρδισε τους πάντες: τοποθέτησε το σώμα της σωστά, κύρτωσε ολόκληρη τη ραχοκοκαλιά της όταν χρειάστηκε να δώσει την εσωτερική ένταση του πόνου και ανταποκρίθηκε επιτυχώς στις φωνητικές απαιτήσεις. Αντιθέτως ο παρτενέρ της, ο Λουτσάνο Γκάντσι –ο οποίος θα μπορούσε, παρεμπιπτόντως, να ντουμπλάρει επιτυχώς τον Andy Cairns των Therapy? σε βιντεοκλίπ– στάθηκε παροιμιωδώς μέτριος. Υπήρξαν φορές που δεν ακούσαμε τη φωνή του στη σωστή ένταση, ενώ από τον ρόλο του Πίνκερτον δεν μπόρεσε να αποδώσει παρά μόνο τον σαρκασμό με τον οποίον εκείνος αντιμετωπίζει τη γιαπωνέζικη ιδιαιτερότητα. Τις τύψεις ας πούμε του ήρωα ούτε κατά διάνοια δεν τις είδαμε στην ηθοποιία του.

Αντιθέτως, οι δύο γυναικείοι δορυφόροι της Μπαττερφλάι, η Ολέσα Πέτροβα στον ρόλο της Σουτζούκι (υπηρέτριας της πρωταγωνίστριας) και η Μαρισία Παπαλεξίου ως Κέιτ (η νεότερη γυναίκα του Πίνκερτον) έλαμψαν με την αρτιότητά τους. Αλλά και ο Χαράλαμπος Βελισάριος στάθηκε επίσης απολαυστικός ως πρίγκιπας Γιαμαντόρι, καθώς και αρκούντως εκφραστικός στην κινησιολογία του.

Τις πρώτες οξείες διαφωνίες μας σχετικά με την παράσταση θα τις έχουμε για το σκηνικό. Καταλαβαίνω ότι η προβολή πίσω από τις πλάτες των συντελεστών είναι ένα ωραίο εργαλείο, εντούτοις σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πανάκεια. Αν εξαιρέσουμε λοιπόν τις μπλε αντανακλάσεις του λιμανιού, οι οποίες έγλυφαν τους τοίχους του Ηρωδείου, οι υπόλοιπες προβολές (με μοναδική ίσως εξαίρεση τα φυλλοροούντα άνθη της αμυγδαλιάς) κρίνονται περιττές, αποτελώντας μασημένη τροφή για τους θεατές. Η μινιμαλιστική ας πούμε λογική των 3 επί σκηνής κλώβων σε κοντράστ με τον ηρωδειακό τοίχο όπισθεν, θα μπορούσε να λειτουργήσει και από μόνη της, χωρίς δηλαδή προβολές. Ως υπογάστριο αυτών των κλώβων τέθηκε μεν μια επιτυχημένη ανάπλαση του λιμένα όπου καταφθάνει ο Πίνκερτον, περιμέναμε ωστόσο ότι θα μεταμορφωνόταν στους γνωστούς γεωμετρικούς και χαλικόστρωτους κήπους που χαρακτηρίζουν τους ιαπωνικούς οίκους.

Madama_3

Η αλήθεια είναι, επίσης, ότι κουραστήκαμε από τη διάρκεια: η Μαντάμα Μπαττερφλάι ξεκίνησε στις 9+ και τελείωσε μετά τα μεσάνυχτα, αν και ο Πουτσίνι δεν θα μπορούσε, ομολογουμένως, να αποφύγει κάτι τέτοιο. Οπωσδήποτε, πάντως, ήταν απολαυστικό που είδαμε για άλλη μια φορά το πώς κορυφώνεται το δράμα της Μαντάμα Μπαττερφλάι, που από την υπέρτατη χαρά και τον έρωτα περνάει στους ενδόμυχους φόβους και από εκεί στην τραγική –και αναγκαστική– παραδοχή των γεγονότων. Η κλιμάκωση αυτή επετεύχθη από τον σκηνοθέτη Ούγκο Ντε Άνα κι έτσι το πρόσημο είναι σαφώς θετικό. Και δη αποθεωτικό, όπως φάνηκε και στο τελικό χειροκρότημα του κοινού, ειδικότερα προς την πρωταγωνίστρια Τσέλια Κοστέα. 

Madama_4

 

{youtube}zb1MtiWDYkE{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured