Κορύφωση για το 2ο Φεστιβάλ Πολλής Μουσικής την Κυριακή, με γερό line-up και κάποιες ηχηρές εμφανίσεις. Ο κόσμος έδωσε και πάλι δυναμικά το παρών, γεμίζοντας τα δύο stages του Six d.o.g.s. ως αργά, παρά το εργάσιμο του επόμενου πρωινού. Βαγγέλης Πούλιος, Χάρης Συμβουλίδης & Μιχάλης Τσαντίλας μας τα λένε με λεπτομέρειες (φωτογραφίες Illegal Operation, Sigmatropic + Sister Overdrive, Σμαρώ Μπότσα, φωτογραφία Mechanimal, Δάφνη Ανέστη)...
I Am Lionel Dobie
του Μιχάλη Τσαντίλα
Φτάνοντας στο Six d.o.g.s. για να παρακολουθήσω το σετ τους, δεν γνώριζα τίποτα για τους I Am Lionel Dobie. Τελικά, καθώς τους έβλεπα να στήνουν τον εξοπλισμό τους, κατάλαβα ότι πρόκειται για σούπερ-γκρουπ: ο γνωστός παραγωγός Νίκος “Ottomo” Αγγλούπας στη φωνή και στην ηλεκτρική κιθάρα, η Μαρία Παπαγεωργίου στο ηλεκτρικό μπάσο και στα φωνητικά και ο Κρίτων Μπελώνιας –γνωστός από τη συμμετοχή του στη μπάντα του Κωστή Μαραβέγια– στα τύμπανα. Έπαιξαν ένα συντομότερο του αναμενόμενου σετ, με αγγλόφωνα τραγούδια τα οποία δεν αναγνώρισα και με ήχο που θα έλεγα ότι παραπέμπει στην dream pop, με μπόλικο reverb να εφαρμόζεται στις φωνές και την κιθάρα να περνάει μέσα από delay και άλλα ηλεκτρονικά εφέ. Δυστυχώς δεν υπήρξε η παραμικρή διάθεση από τη μεριά του γκρουπ για επικοινωνία με το κοινό κι έτσι μείναμε στο σκοτάδι σχετικά με τα γιατί και τις προοπτικές της σύμπραξής τους. Τα όσα άκουσα δεν με άφησαν σε καμιά περίπτωση αδιάφορο, ούτε όμως και με συγκλόνισαν...
Στυλιανός Τζιρίτας
του Μιχάλη Τσαντίλα
«Με συγχωρείτε, είμαι γέρος άνθρωπος, λιποθύμησα» λέει από μικροφώνου ο Στυλιανός Τζιρίτας, έχοντας μόλις σηκωθεί από το πάτωμα της σκηνής του gig space, όπου είχε σωριαστεί φαρδύς-πλατύς λίγο πριν, έπειτα από μία απερίγραπτης έντασης κραυγή. Μέρος της όλης περφόρμανς ή πραγματικότητα; Ποιος μπορεί να πει με σιγουριά; Το μόνο βέβαιο είναι ότι όσα παρήγε με τους δύο συνεργούς του, τον Γιώργο Τσόπανο (αυτοτροφοδοτούμενο κύκλωμα, κονσόλα ηχοτρεπτικότητας) και τον Γιώργο Τσιρίκο (μαγνητοταινίες, iPod), αποτέλεσαν μία από τις πιο έντονες –και σοκαριστικές– συναυλιακές εμπειρίες τις οποίες έχω βιώσει. Μέσω βόμβων, θορύβων, μελωδικών και αρμονικών θραυσμάτων, το τρίο έστησε εξ αρχής μια τεταμένη ατμόσφαιρα, μέσα στην οποία αρμολογήθηκε ως κύριος άξονας ο λόγος –πεδίο που ο Τζιρίτας υπηρετεί εδώ και χρόνια, ποικιλοτρόπως. Από το... παραλήρημά του πέρασαν (μεταξύ άλλων) ιστορίες καθημερινής καταπίεσης, ο Ιμάνουελ Καντ ως ο αυθεντικός Ιησούς(!), η σχέση των Metallica με το αμερικάνικο Σύνταγμα και ο αποχωρισμός ενός ζεύγους με φόντο το βομβαρδισμένο Στάλινγκραντ. Η δε κινησιολογία του πέρναγε με άνεση από τα τικ ενός νευρόσπαστου στην πόζα ενός Elvis Presley με... κλαρινέτο! Πότε μ' αυτό το κλαρινέτο ανά χείρας, πότε ζορίζοντας την ταμπλέτα του, πότε κοπανώντας την κιθάρα του, σε κάθε περίπτωση ο καλλιτέχνης πέτυχε την απόλυτη προσήλωση των ουκ ολίγων παρευρισκόμενων: σόλες κολλημένες στο πάτωμα, διασταλμένα βλέμματα κολλημένα στη σκηνή.
Desert Squirt
του Βαγγέλη Πούλιου
Και ξαφνικά, προσγειώνεσαι στα 1980s! Μ’ ένα μπάσο το οποίο πασχίζει να ορθοποδήσει ακόμα και σε αυτούς τους χιλιοπατημένους new wave/post-punk δρόμους κι ένα κακόηχο σύνολο κρουστών αποτελούμενο από ένα ηλεκτρονικό pad, ένα πλαστικό χρωματιστό αντικείμενο κι ένα πιατίνι. Και με εφέ να γεμίζουν τις μπόλικες τρύπες και –βεβαίως– με μια φωνή (του μπασίστα) να τραγουδάει απταίστως στη διάλεκτο των εγχώριων αγγλόφωνων συγκροτημάτων εκείνης της εποχής. Βρισκόμαστε όμως στο 2013 και το πράγμα μοιάζει φαιδρό· μια φάλτσα καρικατούρα, ασύνδετη και ελαφρώς ασυνάρτητη. Ώσπου πιάνεις έκπληκτος τον εαυτό σου να βρίσκεται μέσα στο ιμιτασιόν γκρούβ το οποίο προσφέρεται αφειδώς! Μαζί λοιπόν με τα πολλά στερητικά α-, βρίσκεις τη μουσική των Desert Squirt επαρκώς ανοικτή ώστε τουλάχιστον να περάσεις καλά μαζί της τα όσα λεπτά οι δρόμοι σας έτυχε να συναντηθούν. Κι αφήνεις την ήττα που στα σημεία υπέστη ο ορθολογικός εαυτός σου για κάποιο επόμενο επεισόδιο…
Sancho 003
του Χάρη Συμβουλίδη
Ο Κώστας Παντέλης με τον Φώτη Σιώτα δεν ποιούν μουσική για τις μάζες, με τον τρόπο που το εννοούσαν οι Depeche Mode σε εκείνον τον δίσκο. Κι όμως, κανείς από όσους μπήκαν από περιέργεια στο gig space, για να δουν «τι ειν' τούτο», δεν σηκώθηκε να φύγει –με αποτέλεσμα σε κάποιο σημείο να έχει πια συγκεντρωθεί σεβαστός όγκος κοινού. Κρίνοντας μάλιστα από το παρατεταμένο χειροκρότημα και τις επευφημίες στο φινάλε, οι Sancho 003 βρήκαν τον τρόπο να καθηλώσουν, να συναρπάσουν, πιστεύω και να εκπλήξουν μερικά αυτιά για το τι τελικά μπορεί να τα αφορά εκεί έξω (μα και το τι συμβαίνει στη χώρα, πέρα από συναθροίσεις μαϊμούδων με προφίσιενσι). Δεν είναι λίγο, αν αναλογιστείς ότι το ντουέτο δεν ξέφυγε σπιθαμή από τις συνήθειές του: κιθάρα και βιολί ασκήθηκαν στον ζωντανό αυτοσχεδιασμό, δεν χάθηκαν όμως στον ά-λογο πειραματισμό. Πρόσφεραν θέματα συγκινησιακά φορτισμένα, έχτισαν τον εξερευνητικό τους μίτο με μουσικές ψηφίδες ικανές να επικοινωνήσουν με το πιο «μέσο» γούστο (μερικές από αυτές επικαλούνταν την εγχώρια παράδοση, διαθλώντας τη βέβαια αναλόγως), ο δε Σιώτας εντυπωσίασε χρησιμοποιώντας το βιολί του όχι μόνο σαν βιολί, μα και σαν κιθάρα και σαν κρουστό –χτυπώντας τη ράχη του με το δοξάρι! Σετ αληθινή εμπειρία, από τα αδιαμφισβήτητα highlights του 2ου Φεστιβάλ Πολλής Μουσικής.
Illegal Operation
του Χάρη Συμβουλίδη
Παρότι δεν μεταμορφώνεται δραματικά και παραμένει οικείος, έχω την αίσθηση ότι ο Μανώλης Αγγελάκης γίνεται κάτι άλλο κάθε που ντύνεται Illegal Operation. Γιατί ούτε σαν τροβαδούρος με μόνιμο χρέος στον Waits, ούτε ως bandleader των Θηρίων δεν βγάζει αυτή την ιδρωμένη, ατίθαση ροκιά, την οποία παρουσίασε την Κυριακή σε ένα κατάμεστο Six d.o.g.s., εμφανώς πωρώνοντας και ενθουσιάζοντας όσους παρακολούθησαν το λάιβ. Στους Illegal Operation ο Αγγελάκης είναι βέβαια frontman και κινητήριος μοχλός των πάντων, κάνει όμως πολλή δουλειά στο πλάι και στο φόντο, επιτρέποντας έτσι στους προβολείς να εστιάσουν στον παράγοντα «συγκρότημα». Και τι συγκρότημα! Μπαντάρα με τα όλα της είναι οι Illegal Operation. Εξαιρουμένων των Last Drive και μερικών νεότερων σκληρών συγκροτημάτων, δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή στη χώρα άλλο γκρουπ ικανό να παίξει τόσο δυναμικές (μα και ουσιώδεις) ηλεκτρικές κιθάρες, βουτώντας τις εκ περιτροπής στα μπλουζ και κάνοντάς τις να βγάζουν τούτη την αλήτικη, αμερικανοθρεμμένη περηφάνεια.
Δανάη Στεφάνου
του Βαγγέλη Πούλιου
Εξαιρετικά σύντομη ήταν η εμφάνιση της Δανάης Στεφάνου στο project space –δεν πρέπει να ξεπέρασε το τέταρτο. Έστω όμως και τηλεγραφικά προσδιόρισε μέρος των ενδιαφερόντων της. Αυτή την εναλλαγή, δηλαδή, μεταξύ μεθοδικών και ταυτόχρονα εύθραυστων μελωδιών κι ενός σχεδόν επιθετικού αυτοσχεδιασμού. Συμπεράσματα βεβαίως δεν είναι δυνατό να εξαχθούν, παρά μόνον ενδείξεις για όσους είχαν την πρώτη επαφή με την πιανίστρια. Κι αυτές χρήσιμες είναι…
Sigmatropic
του Βαγγέλη Πούλιου
Αναμφισβήτητα από τις σημαντικές συμμετοχές της τρίτης ημέρας Πολλής Μουσικής το συγκρότημα του Άκη Μπογιατζή. Αν και προσωπικά είχα να τους ακούσω αρκετά χρόνια κι ούτε καν εκείνο το Dark Outside του 2007 δεν μπορούσα να ανασύρω καθαρά στη μνήμη, μισο-χαμένο καθώς μου φαίνεται στις πρόχειρες ακροάσεις του τότε. Ήρθε όμως –σχετικά σύντομα– εκείνο το αγαπημένο πέμπτο εκ των 16 χαϊκού και οι στίχοι που στον υπέροχο αυτό δίσκο τραγουδούσε η Carla των Walkabouts («she rests her fingers on the sea-blue scarf») να φέρουν κάποια πράγματα στη θέση τους. Βεβαίως το όλο πακέτο δεν ήταν ξένο. Ακόμα κι όταν στο τέλος ο Μπογιατζής ανήγγειλε τρεις νέες συνθέσεις, τα κομμάτια του παζλ παρέμεναν αναγνωρίσιμα: τα ανεξάρτητα 1990s, η αγάπη για την ποίηση κι αυτή η πάντοτε ιδιότυπη μελαγχολία ήταν ακόμα παρόντα, αν και εκφρασμένα υπό το βάρος των χρόνων που έχουν περάσει. Δεν υπήρχε το άγονο της νοσταλγίας, έβλεπες πάντως ότι η οξύτητα είχε κάπως ξεθωριάσει. Διέκρινες ωστόσο, την ίδια στιγμή, πως οι Sigmatropic ξέρουν ακόμα να φτιάχνουν όμορφα τραγούδια και να τα τοποθετούν με αξιώσεις πάνω στο σανίδι. Δεν είναι μικρό πράγμα…
Sister Overdrive
του Χάρη Συμβουλίδη
Ο Sister Overdrive έλαβε θέση στο project space πίσω από ένα τραπέζι όπου είχε τοποθετηθεί λάπτοπ, πικάπ και ό,τι ένας νεαρός δίπλα μου –παριστάμενος από περιέργεια– χαρακτήρισε «κουμπιά». Με αυτά τα σκεύη, ο Γιάννης Κοτσώνης πειραματίστηκε με τον πλέον ατόφιο τρόπο, φτιάχνοντας μια απαιτητική μα άρτια ηχητική αλληλουχία, με κάμποσες διαφορετικές «διαθέσεις», που προσωπικά μου άρεσε περισσότερο στα σημεία όπου η όλη εμπειρία απόκτησε μια εργοστασιακή, βιομηχανική χροιά. Θαυμάσια βρήκα επίσης τη χρήση του πικάπ, καθώς ήταν συχνά τα βινύλια τα οποία γυρνούσαν σε αυτό εκείνα που τροφοδοτούσαν τα υπόλοιπο ηχητικό οικοδόμημα με δείγματα (περιστασιακών) μελωδιών και φωνητικών θραυσμάτων. Πειραματισμός στα καλύτερά του, με λίγα λόγια, που σε σύντομο διάστημα έθεσε περιεκτικά ερωτήματα περί μουσικότητας, αυτοσχεδίασε στη βάση πλαισίου –και όχι άτακτα– και θύμισε σε όσους είχαμε προγενέστερη εμπειρία τι ωραίο άλμπουμ ήταν το Annick/Philomela του 2010.
Mechanimal
του Βαγγέλη Πούλιου
Από τα πλέον συζητημένα ονόματα της τελευταίας χρονιάς οι Mechanimal, δεν θα μπορούσαν να λείπουν από το φεστιβάλ. Πλέον με νέο κιθαρίστα να αντικαθιστά τον Τάσο Νικογιάννη, δίχως όμως να μετακινούνται από ό,τι θα περίμενε κανείς –ξέρετε, αυτόν τον industrial κορμό πάνω στον οποίον προσαρμόζονται ήχοι και λογικές που προσομοιάζουν σε άλλους χώρους. Λογικώς το μεγαλύτερο βάρος επωμιζόταν ο Γιάννης “Ion” Παπαϊωάννου, η κιθάρα προσέθετε σε δυναμική και ο Freddie F απήγγειλε τους στίχους του, επιβλητικός και αγέρωχος σαν ένα είδος βιομηχανικού σαμάνου. Διέθετε παλμό και πυγμή το σετ των Mechanimal: σε έπαιρναν από το πρώτο λεπτό και δεν σε άφηναν μέχρι τον αποχαιρετισμό. Στο νου μου, βλέποντας τη ζωντανή εκδοχή τους, ήρθε το ντούο των Dälek. Κυρίως γιατί μοιράζονται την ίδια βιομηχανική καταγωγή, μα και παρόμοιους τρόπους να ανοίγουν αυτό το βιομηχανικό παράγωγο προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Προς το hip hop οι Αμερικάνοι, προς το kraut, το techno ή τέλος πάντων αυτό το electro-rock υψηλής συμπύκνωσης οι δικοί μας…
{youtube}d9jIb4eJkMc{/youtube}