Το χαμηλό προφίλ και η διακριτικότητα του Βασίλη Δημητρίου δεν του επέτρεψαν να μείνει για πολύ στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας, η προσφορά του όμως στο ελληνικό τραγούδι τον τοποθετεί δικαιωματικά σε μια άλλη πρώτη γραμμή, αυτή της ποιότητας. Και το κοινό τίμησε το βράδυ της Δευτέρας το ταξίδι 45 χρόνων του συνθέτη, γεμίζοντας σχεδόν το Παλλάς –προσέλευση άκρως ικανοποιητική για καθημερινή.
Μπορεί η καλοκουρδισμένη λαϊκή ορχήστρα (10μελής) να εκτέλεσε άψογα τα καθήκοντά της, ήταν όμως το βάθος και η ουσία των πολυαγαπημένων συνθέσεων του Δημητρίου που κέρδισαν με άνεση το παιχνίδι, γεμίζοντας το Παλλάς με λυρισμό και συναίσθημα. Συνθέσεις που ευτύχησαν, βέβαια, να τύχουν και εξαιρετικών αποδόσεων, σχεδόν στο σύνολό τους.
Ο Μανώλης Μητσιάς υποστήριξε με τον καλύτερο τρόπο τις εκλογές από την τελευταία δουλειά του συνθέτη (Συντομογραφίες, 2011), αλλά πολύ εύκολα έκανε δικά του και κομμάτια όπως το “Ματωμένα Χώματα”, το “Κάτω Από Γέφυρες” και το “Ο Κόσμος Είναι Σαν Μπαξές”, χάρη στο ερμηνευτικό του εκτόπισμα, που δείχνει να μη γνωρίζει από το πέρασμα των χρόνων –απέδειξε με άνεση νομίζω για ποιον λόγο θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους τραγουδιστές μας. Ως θαυμάσια κρίνεται όμως και η παρουσία των δύο κυριών της βραδιάς, της Ρίτας Αντωνοπούλου και της Ηρώς Σαΐα. Γεμάτη πάθος και ένταση, η πρώτη συγκίνησε στα “Κι Όταν Έρχεται Η Νύχτα” και “Πρόβα Νυφικού”, ενώ ξεσήκωσε τον κόσμο στην “Τρελή”. Η Σαΐα πάλι, αν και ξεκίνησε κουμπωμένα, λύθηκε γρήγορα και μας ενθουσίασε με την αισθαντική ερμηνεία της στο “Για Τα Μάτια Σου” και με την τσαχπινιά της στο “Θα ’Ρθουν Οι Άγγελοι”.
Ο Μίλτος Πασχαλίδης, από την άλλη, υπήρξε σαφώς δυνατότερος στο δεύτερο –λαϊκό– μέρος, αναδεικνύοντας τραγούδια όπως το “Στα Ταμπάκικα”, το “Λέγοντας Και Λέγοντας” ή το “Ματωμένα Χώματα” (σε εξαιρετικό ντουέτο με τον Μητσιά). Φάνηκε ωστόσο λιγότερο κατάλληλος για τις πιο έντεχνες στιγμές του συνθέτη, όπως το “Επέστρεφε” και το “Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά”, όπου προσωπικά νοστάλγησα την ερμηνεία του πρώτου διδάξαντα, Γιώργου Νταλάρα.
Κι ενώ νόμιζα ότι το «σκάλωμα» του Πασχαλίδη στα έντεχνα θα αποτελούσε τη μόνη παραφωνία της βραδιάς, η δυσάρεστη έκπληξη ήρθε από τον πιο κοντά στον Δημητρίου ερμηνευτή, τον Χρήστο Θηβαίο. Η υπέρμετρη επίδειξη ερμηνευτικών δυνατοτήτων μπορεί να είναι ανεκτή, σε περιπτώσεις ακόμα και ευχάριστη –η υπερβολή εξάλλου είναι ίδιον της ερμηνείας του Θηβαίου στις ζωντανές εμφανίσεις. Όταν όμως κάτι τέτοιο γίνεται σε βάρος τελικά του τραγουδιού και συνδυάζεται με μια ανεξήγητη υπερκινητικότητα στη σκηνή –εντελώς παράταιρη με το ύφος των τραγουδιών μα και του χώρου– τότε το αποτέλεσμα αποβαίνει αισθητικά ανυπόφορο, σχεδόν προσβλητικό για τον ίδιο τον δημιουργό, τους μουσικούς, τους υπόλοιπους τραγουδιστές και κυρίως για το κοινό. Μέσα σε όλους αυτούς τους άνευ λόγου και αιτίας θεατρινισμούς χάθηκαν σπουδαία τραγούδια όπως το “Ποια Θάλασσα” και το “Αγάπη”, που είναι και από τα πιο αγαπημένα του κόσμου.
Ευτυχώς, στο πολύ όμορφο κλείσιμο της βραδιάς, με το “Πεπρωμένο” και το “Τάκα Τάκα”, το μόνο που κυριάρχησε ήταν οι δυνατές ερμηνείες, ο ενθουσιασμός του ακροατηρίου και η σεμνότητα του Βασίλη Δημητρίου.