Παρουσιάζοντας την περασμένη Τετάρτη τρεις από τους πιο χαρακτηριστικούς κύκλους τραγουδιών του, ο συνθέτης Μιχάλης Γρηγορίου απέδειξε ότι στην ελληνική μουσική υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που δεν απολαμβάνουν της αναγνώρισης και της δημοσιότητας που τους αξίζει.
Το κοινό στο Ίδρυμα Κακογιάννη ήταν ολιγάριθμο: ίσως να φταίει η εποχή, η οποία δεν σηκώνει τα θεωρούμενα ως «δύσκολα» ακούσματα∙ ίσως και η υπερβολικά σεμνή και σοβαρή προσωπικότητα του Γρηγορίου. Όσοι ωστόσο έδωσαν το παρών, αγκάλιασαν ήδη από την αρχή της συναυλίας με ενθουσιασμό τόσο τον συνθέτη, όσο και τους ερμηνευτές –τη Σαβίνα Γιαννάτου και τον Δώρο Δημοσθένους. Εξάλλου, φάνηκε σύντομα ότι όλοι ήταν σταθεροί ακροατές, οι οποίοι γνώριζαν καλά τα έργα του Γρηγορίου πάνω σε ποιήματα σπουδαίων (εγχώριων) ποιητών, με μελωδικό «φόντο» έναν ξεχωριστό συγκερασμό έντεχνου τραγουδιού και σύγχρονης κλασικής μουσικής.
Τα έργα που παρακολουθήσαμε την Τετάρτη είχαν τα χαρακτηριστικά μουσικής δωματίου, η εκτέλεσή τους δηλαδή χρειαζόταν λίγα όργανα –είτε απλώς πιάνο, είτε πιάνο συνδυασμένο με φαγκότο, κόρνο και βιολοντσέλο. Όπως λ.χ. το βασικό έργο της βραδιάς, Η Αγάπη Είναι Ο Φόβος…, το οποίο ονοματοθέτησε και όλη τη συναυλία. Πρόκειται για δουλειά του 1979 (πρωτοτραγουδήθηκε από τη Μαρία Φαραντούρη και τον Γιάννη Κούτρα), στην οποία η λαϊκή παράδοση εισχωρεί στους λόγιους μουσικούς τρόπους ώστε να δημιουργήσει όχι μόνο μια συγκινησιακά φορτισμένη ατμόσφαιρα, μα και το πλαίσιο όπου θα αναδειχθεί η κοινωνική λειτουργία του τραγουδιού, με βάση την ποίηση του Μανώλη Αναγνωστάκη.
Στο ερμηνευτικό κομμάτι, η Γιαννάτου –χρόνια συνεργάτιδα του Γρηγορίου– έμοιαζε απόλυτα εξοικειωμένη με το υλικό, γι’ αυτό και κέντησε (χωρίς υπερβολή) από την πρώτη κιόλας στιγμή. Αντίθετα ο Δώρος Δημοσθένους ξεκίνησε πιο αμήχανα –πρέπει να υπήρχε κι ένα πρόβλημα στον ήχο– στη συνέχεια όμως ξετύλιξε πολύ ικανοποιητικά τη μεγάλη του ερμηνευτική δεινότητα. Συνεισφορά στην υψηλή ποιότητα όσων ακούσαμε στο Ίδρυμα Κακογιάννη είχαν βέβαια και οι καλοί μουσικοί, που επωμίστηκαν το εκτελεστικό κομμάτι: ο Σπύρος Καζάζης στο φαγκότο, ο Κώστας Σίσκος στο κόρνο και ο Βαγγέλης Νίνα στο βιολοντσέλο. Στο πιάνο κάθισε ο ίδιος ο Γρηγορίου, κάνοντας επίδειξη της βιρτουοζιτέ του, ειδικά όταν έπαιξε το πολύ ενδιαφέρον έργο του Σονάτα Για Πιάνο, που διακρίνεται για τα έντονα avant-garde στοιχεία του.
Μινιμαλισμός και avant-garde διάθεση διακατείχαν και τον κύκλο Ντοάνα (για πιάνο και φωνή), πάνω σε ποιήματα του Τάκη Σινόπουλου. Κάτι το απόκοσμο ύφος του ποιητή, κάτι η επιβλητική απόδοση της Γιαννάτου, κάτι οι «σκοτεινές» μουσικές του συνθέτη, όλα μαζί συνέβαλαν σε ένα πολύ δυνατό αποτέλεσμα, με έντονο το προσωπικό στοιχείο. Αντίθετα, ο σαφώς πιο λυρικός και εξωστρεφής κύκλος Μεσούρανα Του Αυγούστου –σε ποίηση Άρη Αλεξάνδρου– δεν απέφυγε μια αίσθηση φλυαρίας.
Φεύγοντας από το ίδρυμα Κακογιάννη εκείνη τη βραδιά, εκτός από τη βαθειά αισθητική ικανοποίηση που αισθανόμουν, δεν μπορούσα να βγάλω από το μυαλό μου πόσο ουσιαστικά επίκαιρος ακούγεται σήμερα ο Μιχάλης Γρηγορίου.