Σταύρος Ξαρχάκος & Σταμάτης Κόκοτας: αυτή η συναυλία θα μπορούσε να αποτελεί ένα από τα μουσικά γεγονότα του 2013. Γιατί δεν είναι συχνό να συναντώνται επί σκηνής (και μάλιστα για μία μόνο βραδιά) ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες συνθέτες –από εκείνους που μετρώνται στα δάχτυλα του ενός χεριού– κι ένας λαϊκός ερμηνευτής του οποίου η πορεία απαντά στο πώς η εμπορική επιτυχία μπορεί να είναι και διαχρονική. Φεύγοντας όμως από το Μέγαρο Μουσικής το βράδυ της Δευτέρας, δεν υπήρχε η αίσθηση ότι είχες πράγματι παραβρεθεί σε ένα «γεγονός».
Οι δίσκοι του Κόκοτα έσπασαν ταμεία στις δεκαετίες 1960-70 και τα τραγούδια που του έδωσαν συνθέτες όπως ο Ζαμπέτας, ο Σπανός, ο Καλδάρας ή ο Μούτσης εξακολουθούν να ακούγονται, κρατώντας τον αναγνωρίσιμο και αγαπητό ακόμη και σε όσους δεν είχαν καν γεννηθεί τότε. Αυτό αποδείχθηκε και τη Δευτέρα, τόσο με το μέγεθος της προσέλευσης, όσο και με το χειροκρότημα και τις φωνές με τις οποίες ο κόσμος τον υποδέχθηκε στη σκηνή. Φυσικά ο μέσος όρος ηλικίας ήταν ελαφρώς αυξημένος και θα μοιραστώ μαζί σας την πίστη μου ότι το κοινό της συγκεκριμένης συναυλίας θα ήταν ηλικιακά ετερόκλητο, αν αυτή γινόταν σε έναν διαφορετικό χώρο, οικονομικά και αισθητικά πιο προσιτό σε νέους.
Στο πρώτο μέρος ο Κόκοτας και η ενδεκαμελής ορχήστρα παρουσίασαν 16 λαϊκά και ελαφρολαϊκά τραγούδια που έμειναν στον χρόνο με τη φωνή του, από την “Άπονη Καρδιά” των Μούτση & Γκάτσου, μέχρι το “Το Θέμα Είναι Να Τη Βρω” των Ζαμπέτα και Φιλέρη. Καθώς μαθαίνω, ο Κόκοτας έχει περάσει τα 70∙ κι εάν αναρωτιέστε αν έχει ακόμη φωνή, σας βεβαιώ πως έχει. Μπορεί ο χρόνος να του έχει κάπως στερήσει τη δυνατότητα να «φτάνει» με άνεση στις χαμηλές νότες, εκείνος όμως –ως φωνή με αμέτρητα ένσημα στην πίστα– κατάφερε να αντιπαρέλθει την αδυναμία αυτή, δίνοντας μερικές από τις πιο παθιασμένες ερμηνείες που έχω συναντήσει ποτέ σε λαϊκό τραγουδιστή. Ήταν η πρώτη φορά που τον άκουσα ζωντανά, ωστόσο πληροφορήθηκα μετέπειτα από τον συνάδελφο Στυλιανό Τζιρίτα πως υπήρξε πάντα τόσο εκρηκτικός ερμηνευτής στις εμφανίσεις του.
Κύλησε λοιπόν το πρώτο μέρος σαν το νερό, καθότι τα τραγούδια όλα αγαπημένα και η συγκίνηση πολλή. Μετά το διάλειμμα ξανακάθισα στη θέση μου, έχοντας εναποθέσει στο δεύτερο μέρος τις ελπίδες μου για την καινοτομία που θα μετέτρεπε μια ιστορική συναυλία σε μουσική πρόταση. Μου έφτιαξαν το κέφι και οι τρυφερές κυρίες που κάθονταν στη μπροστινή σειρά, οι οποίες ζωηρά σχολίαζαν και τραγουδούσαν, ενώ στόλιζαν τον Σταύρο Ξαρχάκο με χαρακτηρισμούς από εκείνους που κάνουν ρίμα με τη λέξη «Μέγαρο».
Κι αφού σιγουρεύτηκα ότι ο συνθέτης υπήρξε πράγματι γόης στην εποχή τους, Ξαρχάκος και Κόκοτας έλαβαν θέση για το δεύτερο μέρος της συναυλίας. Έχοντας ως σημείο αναφοράς τις πρώτες εκτελέσεις των τραγουδιών που παρουσίασαν, βρήκα τις ενορχηστρωτικές επεμβάσεις του Ξαρχάκου αρκετά διακριτικές. Ο συνθέτης έδωσε νεύρο στα φινάλε αρκετών τραγουδιών, ενώ πιο τολμηρός υπήρξε στις δικές του συνθέσεις, εκείνες που κυκλοφόρησαν το 1970 στον δίσκο Ξαρχάκος+Κόκοτας. Από τη σπουδαία αυτή συνεργασία ακούσαμε τα “Πόσο Μικρός Ο Άνθρωπος” και “Αχερουσία”, τις κορυφαίες –θεωρώ– στιγμές της μουσικής συνάντησης των δύο καλλιτεχνών.
Δεν έχω κανένα θέμα με τη μικρή ορχήστρα και με τον μέτριο συγχρονισμό της, ακόμη κι αν κάποιες στιγμές υπήρχε μια αίσθηση ελλιπούς προετοιμασίας. Έχω όμως παράπονο γιατί, τόσο ο Ξαρχάκος, όσο και ο Κόκοτας, απέφυγαν το μικρόφωνο: ήρθαν κι έφυγαν υποκλινόμενοι –κατά τα συνήθη του Μεγάρου– αλλά δεν είπαν ούτε μια «καλησπέρα». Έχω επίσης σοβαρές ενστάσεις σχετικά με το στήσιμο του προγράμματος, καθώς στηρίχθηκε τελικά στα «γνωστά κι αγαπημένα», εκείνα που θέλουμε να λέμε ότι αποτελούν συνταγή άλλων μουσικών χώρων, εκτός του καλού λαϊκού τραγουδιού. Ούτε καν στο encore δεν ήρθε η έκπληξη: αντίθετα, ακούσαμε ξανά το “Δεν Το Μπορείς” κι ας το είχαμε τραγουδήσει όλοι μαζί και μισή ώρα πριν.
Έτσι, παρά τη μεγάλη αγάπη του κόσμου για τον Ξαρχάκο και τον Κόκοτα, ο προβληματισμός μου υπήρξε έντονος γι’ αυτήν την επί σκηνής σύμπραξή τους. Είναι άραγε παγίδα η κερδισμένη αποδοχή, η οποία οδηγεί τους καλλιτέχνες να αρκούνται στα επιτυχημένα τραγούδια και στην ιστορία που αυτά φέρουν πίσω τους; Είναι άραγε το λαϊκό τραγούδι κουρασμένη γη, ανίκανη να δώσει αλλιώτικους καρπούς; Οι απαντήσεις δικές σας...
{youtube}-TGoIoRGIXc{/youtube}