Φεύγοντας από το Six d.o.g.s. μεσάνυχτα Δευτέρας, έτσι για να απασχολήσω με κάτι το μυαλό μου στον δρόμο για το σπίτι, προσπαθούσα να βάλω τη συναυλία που μόλις είχα παρακολουθήσει μέσα σε μία πρόταση –ει δυνατόν σε μία λέξη. Το πρόσημο, βλέπετε, το είχα ήδη βρει και ήταν σίγουρα θετικό. Μετά από λίγο ψάξιμο, την προσοχή μου τράβηξε η λέξη «σεμνότητα».
Στη συνέχεια, προσπάθησα να αποβάλλω όσες χρήσεις θα ευτέλιζαν τη λέξη. Όπως για παράδειγμα τον εύκολο συνειρμό που τη θέλει πλάι στην «ταπεινότητα», σχηματίζοντας το τσιτάτο με το οποίο πάσχιζε (ματαίως) να χαρακτηριστεί η διακυβέρνηση του τέως καταλληλότερου, Καραμανλή του βραχέος. Επίσης, προσπαθούσα να διασαφηνίσω στον εαυτό μου ότι η λέξη (ή μάλλον η σημασία που ήθελα να της δώσω) δεν είχε καμία σχέση με τη σεμνοτυφία. Ούτε με κάποιου είδους ηθικολογική απόχρωση.
Είχε όμως να κάνει με τον τρόπο που ο Μπάμπης Παπαδόπουλος και η εκλεκτή κομπανία του (ο Δημήτρης Βλαχομήτρος στο μπουζούκι, ο Μιχάλης Βρέττας στο βιολί, ο Φώτης Σιώτας στη βιόλα και ο Διονύσης Μακρής στο κοντραμπάσο) αντιμετώπιζαν τις φόρμες των προπολεμικών ρεμπέτικων. Ξέροντας ότι, όσο κακό μπορεί να κάνει η όποια βεβήλωση, άλλο τόσο μπορεί να κάνει και η «μνημειοποίηση»· η αναγωγή δηλαδή των τραγουδιών στη μορφή μιας (περίπου) λατρευτικής τυπολογίας –η οποία μαθηματικά οδηγεί στην πιστή και στείρα αναπαραγωγή ή στο σπρώξιμο στη λήθη της ιστορίας– επειδή δεν είσαι δα και κάνα κουτσαβάκι του λιμανιού, αλλά ένα τέκνο της «ευρωπαϊκής σύγκλισης».
Υπήρχε, λοιπόν, ένας προσήκων σεβασμός στην όλη προσπάθεια, μια αίσθηση πως οι πέντε έσκυβαν πάνω από τούτα τα τραγούδια, τα αφουγκράζονταν και έπειτα τα αποδομούσαν και τα χρησιμοποιούσαν σαν πρώτη ύλη, μαζί με τις δικές τους ιδέες, τις δικές τους αποχρώσεις. Με δυο λόγια, κατάφερναν και έμπαιναν στα γρανάζια της ρεμπέτικης φόρμας και μετέτρεπαν τον τρόπο με τον οποίον αυτά γυρνάνε. Προσπαθώντας, αν προτιμάτε, να τους δώσουν έναν συγκαιρινό βηματισμό. Όχι από κάποια αφηρημένη ή «καλλιτεχνική» παρόρμηση, αλλά επειδή απλώς ήθελαν να τα κάνουν δικά τους, να τα «τραγουδήσουν» με τις δικές τους ανάσες (το τραγουδήσουν σε εισαγωγικά, διότι μιλάμε για εξ ολοκλήρου ορχηστρικές εκτελέσεις).
Βεβαίως η προεργασία υπήρχε και τα βασικά πατήματα ήταν λίγο-πολύ δεδομένα εκ των προτέρων. Η εξαιρετική προ τριετίας δουλειά του Παπαδόπουλου –ο δίσκος Απ’ Τη Σπηλιά Του Δράκου– παρείχε έτοιμο το πλαίσιο. Όμως η επιτυχία του δίσκου δεν προϋποθέτει απαραίτητα και την επιτυχία μιας συναυλίας. Αφενός υπάρχει μια επιπλέον ποιότητα που χρειάζεται για μια επιτυχημένη ζωντανή εμφάνιση (όχι πάντοτε αυτονόητη), αφετέρου η διαφοροποίηση στη σύνθεση της ορχήστρας –βγάλτε το πιάνο του Γιώργου Χριστιανάκη και προσθέστε τα δύο βιολιά– μόνο αμελητέα δεν πρέπει να θεωρείται. Σημειωτέον, πάντως, πως το βράδυ της Δευτέρας δεν ακούστηκαν στο Six d.o.g.s. μόνο διασκευές σε ρεμπέτικα, αλλά και πρωτότυπες συνθέσεις του Θεσσαλονικιού κιθαρίστα, ενώ για τελείωμα είχαμε και μία ορχηστρική διασκευή στη “Γιορτή” των Τρυπών.
Ας επικεντρωθούμε ωστόσο για λίγο στο πώς. Με μία έννοια, η πενταμελής επί σκηνής σύνθεση θα μπορούσε (σε αδρές γραμμές) να χωριστεί ως εξής: κιθάρα και μπουζούκι από τη μία, να προσκομίζουν τις καίριες υπενθυμίσεις –είτε τοποθετούμενα εναλλάξ επί της βασικής μελωδίας, είτε προφέροντας τα περισσότερο αναγνωρίσιμα ρυθμικά πατήματα. Κι από την άλλη, δύο βιολιά τα οποία πότε επωμίζονταν τις πιο έντονες των συναισθηματικών αποκλίσεων και πότε σιγοντάριζαν με μπρίο και φαντασία. Ανάμεσά τους το κοντραμπάσο, με το σταθερό ρυθμικό κέντρο να παρέχει εξαιρετικές επιταχύνσεις, όταν κάτι τέτοιο κρινόταν αναγκαίο. Τις περισσότερες βέβαια φορές κυριαρχούσε μια καθολική αρμονία, κάνοντας τον όποιο διαχωρισμό να φαίνεται άστοχος: στις λίγες περιστάσεις όπου το πράγμα έχανε τον βηματισμό του, ήταν ακριβώς γιατί αισθανόσουν ότι συνέβαιναν τρία πράγματα ταυτόχρονα και οι μεταξύ τους συνδέσεις γίνονταν –στιγμιαία– κάπως συγκεχυμένες. Ακόμα και τότε, όμως, ένα συγχρονισμένο γύρισμα αποδεικνυόταν αρκετό για να βρουν και πάλι την ομοφωνία τους.
Έπειτα, είχαμε να κάνουμε και με εξαιρετικούς μουσικούς, οι οποίοι έθεταν τη δεξιοτεχνία τους όχι στην υπηρεσία διαρκών σολιστικών ακροβασιών, αλλά στην πληρέστερη έκφραση του συνόλου. Γινόταν ξεκάθαρο ότι το «εμείς» υπερείχε των αθροιζομένων «εγώ», παρ' όλο που σόλο και μελωδικά ανοίγματα δεν έλειψαν από το πρόγραμμα. Προσωπικά ομολογώ ότι τις περισσότερες φορές με κέρδιζε το ντουέτο των Βρέττα & Σιώτα, έτσι όπως έκανε τα δύο βιολιά (ΟΚ, το ένα βιολί και τη μία βιόλα) να παίζονται από ένα θαρρείς σώμα κι ένα μυαλό, αλλά και με την υπέροχη δραματικότητα που έφερναν στις εκτελέσεις. Τέλος, τον βαθμό επιτυχίας της μετάφρασης των ρεμπέτικων δρόμων καταδεικνύει και το ότι πολλές φορές δυσκολευόσουν να αντιληφθείς αν άκουγες διασκευή ή μια πρωτότυπη σύνθεση. Βεβαίως και σε στιγμές τα ηχοχρώματα (ή, ακόμα πιο εύγλωττα, τα περισσότερο αναγνωρίσιμα θέματα, όπως π.χ. “Το Μινόρε Του Τεκέ” ή “Ο Σινάχης”) έδειχναν ξεκάθαρα την καταγωγή τους, θέλω όμως να πω ότι –επί των πλείστων– είτε τα μεν, είτε τα δε, έφεραν τελικά μια χαρακτηριστική σφραγίδα.
Και για να επανέλθω στη λέξη γύρω από την οποία βασάνισα τον πρόλογό μου –τη σεμνότητα– μα και για να βασανίσω με αυτήν και τον επίλογο, θα αναφερθώ στο πώς ο ίδιος ο Παπαδόπουλος (ως οικοδεσπότης της βραδιάς), στάθηκε μπροστά στο κοινό του. Υπενθυμίζω, κιθαρίστας (έστω, το πάλαι ποτέ) του μεγαλύτερου ίσως συγκροτήματος της τελευταίας τριακονταετίας, με όσες παραστάσεις και όσες κατακτήσεις θα μπορούσε να γνωρίσει ένας ροκ μουσικός από τη Νεάπολη της Θεσσαλονίκης στις δεκαετίες του 1980 και 1990. Και τον βλέπεις τώρα, πόσα χρόνια μετά, να στέκεται έως και αμήχανα μπροστά από 100 άτομα, γεμάτος ευγνωμοσύνη που πήγαμε να ακούσουμε τα κομμάτια του. Το αναφέρω αφενός γιατί μου έκανε εντύπωση (θετική εντύπωση) και αφετέρου γιατί στη χώρα του «ξέρεις-ποιος-είμαι-εγώ-ρε», είναι μια στάση η οποία δεν απαντάται συχνά…