Το βράδυ της Παρασκευής, το θέατρο Badminton «θυμήθηκε» για μία ακόμη φορά τους στυλοβάτες του ελληνικού τραγουδιού. Ως συνέχεια της προσπάθειας που ξεκίνησε πέρυσι υπό την επιμέλεια του Μιχάλη Κουμπιού, η πρώτη συναυλία για φέτος αφορούσε τον Μάνο Χατζιδάκι. Κι όμως, η εντύπωση ήταν σχεδόν η ίδια με εκείνη που μου δημιούργησαν οι περσινές απόπειρες προσέγγισης του Χαράλαμπου Βασιλειάδη και του Νίκου Γούναρη (τις οποίες είχα σχολιάσει εδώ κι εδώ, αντίστοιχα): μια απλή παράθεση των γνωστότερων τραγουδιών του εκάστοτε τιμώμενου προσώπου, παιγμένη άλλοτε καλά κι άλλοτε μέτρια.
Στο δισέλιδο πρόγραμμα που μοίραζαν στην είσοδο πληροφορήθηκα ότι η συναυλία «Στις Αγορές του Μάνου Χατζιδάκι» έγινε με πρωτοβουλία του Ηλία Λιούγκου, ο οποίος υπήρξε και ο κεντρικός ερμηνευτής. Αυτό ήταν ένα καλό σημάδι για μια βραδιά χωρίς απογοητεύσεις, με επόμενο την επιλογή της Στέλλας Κυπραίου για την επιμέλεια της οκταμελούς ορχήστρας. Οι δυο καλλιτέχνες βρέθηκαν για χρόνια κοντά στον τιμώμενο συνθέτη –ως ερμηνευτής και κιθαρίστρια αντίστοιχα– συμμετέχοντας τόσο σε ηχογραφήσεις ιστορικών δίσκων, όσο και σε συναυλίες.
Ωστόσο, στις ελπιδοφόρες πληροφορίες του εξωφύλλου ήρθε να αντιπαρατεθεί η setlist της βραδιάς, τυπωμένη στο σαλόνι του προγράμματος: 31 πολύ γνωστά τραγούδια. Κι ίσως να μην ήταν απελπιστικά γνωστά αυτά τα τραγούδια αν ανήκαν σε έναν οποιονδήποτε άλλο συνθέτη, αλλά ο πήχης βρίσκεται αρκετά ψηλά στην περίπτωση του Χατζιδάκι, μετά από τις δεκάδες συναυλιακών εγχειρημάτων συνδεδεμένων με το όνομά του τα τελευταία 18 χρόνια. Η ενασχόληση με τον Χατζιδάκι είναι μια εύκολη παγίδα, γιατί το έργο του είναι μεγάλο –ποσοτικά και ποιοτικά– και ο κόσμος δεν τον ξεχνά. Γι' αυτό και απαιτείται εφευρετικότητα και αρκετή επαφή με το σύμπαν του συνθέτη ώστε να προκύψει μια συναυλία που να έχει να δώσει κάτι καινούργιο, το οποίο θα φέρει τους ανθρώπους πιο κοντά στις «αγορές» του Μάνου Χατζιδάκι.
Επίσης, το απόλυτο ταίριασμα των τραγουδιών με το ύφος και με τις δυνατότητες των ερμηνευτών μιας συναυλίας μπορεί να αποβεί είτε απολαυστικό, είτε βαρετό. Γιατί είναι βαρετό να έχεις όλη την αίσθηση μιας βραδιάς από μια γρήγορη ματιά στη διανομή των τραγουδιών: στην Καλλιόπη Βέττα πήγαινε εξαίσια το "Τώρα Που Πας Στην Ξενιτιά", ο Ορφέας Περίδης έδωσε έναν αέρα αθωότητας στην "Περιμπανού", ο Χρήστος Θηβαίος ανέδειξε τον μυστηριακό χαρακτήρα του "Τα Παιδιά Κάτω Στον Κάμπο" και η διακριτική παρουσία της Ανδριάννας Μπάμπαλη ταίριαζε με το "Αερικό". Στην επιλογή και στην εκτέλεση των τραγουδιών, ένα και μόνο λάθος συγκράτησα: ο λαϊκός Μάνος Χατζιδάκις του "Είμ’ Αητός Χωρίς Φτερά" (στίχοι Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου) χάθηκε κάπου ανάμεσα στο φλάουτο του Παναγιώτη Δράκου και στην καθόλου λαϊκή ερμηνεία του –κατά τα άλλα εξαιρετικού– Ηλία Λιούγκου, αφού η ορχήστρα δεν διέθετε μπουζούκι κι έτσι το τραγούδι έμεινε δίχως ραχοκοκαλιά.
Σε μια βραδιά με ελάχιστα λάθη, λοιπόν, το έργο του Χατζιδάκι αντιμετωπίστηκε με σεμνότητα και αγάπη. Δεν αναδείχτηκε όμως με κανέναν τρόπο, ούτε φωτίστηκε από μια άλλη πλευρά, ενώ έλειψε το νεύρο και η ανατροπή –στοιχεία απαραίτητα σε ένα ακόμη από τα πολλά αφιερώματα στη συγκεκριμένη προσωπικότητα. Και η απόδειξη γι αυτό; Παρόλο τον ενωτικό χαρακτήρα που έχουν πολλά από τα τραγούδια του Χατζιδάκι, το θέατρο Badminton γέμισε μεν, ο κόσμος όμως δεν άπλωσε το χέρι: δεν τραγούδησε τις μεγάλες επιτυχίες του συνθέτη παρ’ όλες τις προτροπές των ερμηνευτών και το θέατρο τελικά άδειασε ήρεμα όπως γέμισε, σε μια γενική ατμόσφαιρα αδράνειας.