Ο Γκουρτζίεφ είναι μια ιδιαίτερη μορφή των τελευταίων χρόνων του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου (πέθανε το 1949). Με μια ειδική σύζευξη ψυχολογίας, μεταφυσικής και εμπειρισμού κατάφερε να δημιουργήσει ορδές από οπαδούς και θιασώτες των πραγματικά ενδιαφερόντων σημείων στίξης του πάνω στην ανθρώπινη προσωπικότητα. Τα ταξίδια του φιλοσόφου Γκουρτζίεφ στην Ανατολή, εκτός από τις εμπειρίες που προσκόμισαν προς βοήθεια αρμολόγησης και στύλωσης της κοσμοθεωρίας του, παρείχαν στον περιηγητή τη δυνατότητα να συλλέξει ήχους και συνθέσεις παραδοσιακές από πόλεις και χωριά τα οποία επισκέφθηκε, στον Καύκασο, στην Αρμενία, και στη γενικότερη περιοχή της Ανατολής.

Gurdjieff_2Έχουμε ακούσει και από τον ίδιο τον Γκουρτζίεφ μερικές ηχογραφήσεις (σε τελείως βασικές ενορχηστρώσεις) ενώ στη σύγχρονη εποχή ως βασικός δίσκος αναφοράς στέκει το Sacred Hymns του Keith Jarrett (στην ECM, 1980). Mε τη βασική επίστρωση της γοητείας που ασκεί και σε μένα προσωπικά ο μεγάλος αυτός διδάσκαλος και με έκδηλο το ενδιαφέρον να δω πώς η ομάδα Ρόδα –αρχούμενη μουσικά υπό τον καταξιωμένο Τάκη Πατερέλη– θα συσκεπτόταν και θα απέδιδε συνθέσεις όπως “Ο Πέρσης Δερβίσης”, “Θρησκευτική Τελετή” και το “Τραγούδι Της Αρμενίας”, πήγα το Σάββατο το βράδυ στο Μέγαρο στην αίθουσα Banquet.

Η αίθουσα σχεδόν γεμάτη και τα όργανα στημένα επί σκηνής, το δε κοινό ετερόκλητο σε ντυσίματα και συμπεριφορικές, αλλά με μια γενικότερη τάξη να επικρατεί στην αίθουσα. Η πενταμελής μπάντα κέρδισε εξ αρχής την προσοχή και τα εύσημα από εμένα (θαρρώ και από όλους στην αίθουσα) μιας και ανέβηκε χωρίς πολλές παράτες στη σκηνή, σχετικά στην ώρα της (9+12 μ.μ.) κι ενώ στην οθόνη πίσω της έπαιζε μια λούπα από κόκκινα περιστρεφόμενα γρανάζια. Και τα εύσημα δεν τα κέρδισε μόνο για την ακρίβειά της και την ταπεινότητα με την οποία εισήλθε. Τα κέρδισε και για το ότι, ενώ οι οργανοπαίχτες πήραν θέση ως νέοι θα έλεγε κάποιος εκφραστές του Cage, περίμεναν μέχρι να τελειώσει και ο παραμικρός ψίθυρος (χωρίς όμως επιτίμηση ή προβοκατόρικες λογικές) και επήλθαν στις νότες μόνο αφού σταμάτησε και το παραμικρό θρόισμα. Μας κατέκτησαν από το ξεκίνημα, διότι υπήρξε μια διάθεση λιτότητας στην έκφραση και ταυτόχρονα μια καλώς εννοούμενη διελκυστίνδα μεταξύ της παραδοσιακής φόρμας των συνθέσεων και της σύγχρονης μεταφοράς τους από τη συγκεκριμένη ορχήστρα.

Προεξέχοντος του Πατερέλη, ακούγαμε λοιπόν μια σωστή αρμολόγηση μέχρι… Μέχρι τη στιγμή που άρχισε να τραγουδά η κυρία Πία Πιερράκου, η οποία συν τοις άλλοις ήταν υπεύθυνη και για κάποια (πολύ διακριτικά) ηλεκτρικά πλήκτρα. Κι αυτό όχι διότι η κυρία Πιερράκου στερείται φωνής. Το αντίθετο: υπήρξε σωστά τοποθετημένη πάνω στις νότες, το ζήτημα ήταν υφολογικό. Ούτε δηλαδή στην ανατολική παράδοση εφόρμησε αλλά ούτε και στη σύγχρονη λογική των βοκαλισμών. Αντιθέτως (και μάλλον πρέπει να εστιάσω στην ενορχήστρωση της Μαρίας Περετζή γι’ αυτό) επιλέχτηκε μια κλασική ελληνότροπη (στα όρια του αρχαϊκού) τεχνοτροπία, που τελικά όμως παρέπεμπε στο λεγόμενο «έντεχνο» τραγούδι της δεκαετίας του 1970. Βέβαια δεν υπήρχαν παρά μόνο σε ελάχιστα σημεία στίχοι, αλλά προσωπικά θεωρώ ότι υπήρξε εκ μέρους της αοιδού ένα έλλειμμα σε σχέση με νεώτερες τεχνοτροπίες φωνής: η ακαδημαϊκότητα της δικής της προσέγγισης δεν έδεσε με την προοδευτικότητα που σε αρκετά σημεία επέδειξε η υπόλοιπη ορχήστρα.

Gurdjieff_3

Ένα ακόμα ζήτημα ήταν οι βιντεογραφίες που συνόδευσαν την κάθε μία από τις 13 συνθέσεις της συναυλίας. Ενώ ο σκηνοθέτης Ορφέας Περετζής είχε τη σαφώς πολύ καλή ιδέα να στήσει την κάμερά του με μινιμάλ βιωματική γραμμή μέσα σε στιγμές της καθημερινότητας, εντούτοις δεν κατάλαβα πώς η καταγγελτικότητα την οποία επέδειξαν μερικές θεματικές των εικόνων του μπόρεσε να εφοδιάσει οπτικά τις συγκεκριμένες συνθέσεις. Είδαμε λ.χ. περιφορές των Ματ από πρόσφατες διαδηλώσεις, ελληνικές σημαίες, πλάνα σχετικά με το Χρηματιστήριο, θέματα που αδυνατώ να καταλάβω πώς δένουν με τον Γκουρτζίεφ (ή με κάποια υφολογία των συνθέσεων του). Βρήκα επίσης πεπερασμένο αισθητικά το γυμνό ζεύγος στο τέλος, ωστόσο ξαναλέω ότι ο σκηνοθέτης δεν στερείτο ευρηματικών στιγμών –π.χ. η σκηνή με το πασχαλιάτικο σούβλισμα των αμνών ή η αρχική σεκάνς με τα περιστέρια.

Η παντελής έλλειψη λόγου από μεριάς της μπάντας προς το κοινό με οδήγησε στο συμπέρασμα ότι το Ίδρυμα Γκουρτζίεφ (που βρισκόταν πίσω από τη συναυλία του Σαββάτου) ήταν και ο κυριότερος αρωγός σε επίπεδο θεατών. Όπως και να το κάνουμε, όμως, το αρχειακό υλικό που έχει σώσει ο Γκουρτζίεφ έχει τη δική του αξία και γι’ αυτό έπρεπε να υπάρχει –είτε μέσω της εικόνας, είτε μέσω λόγου– μια συνδεσμολογία με το κοινό, διότι δεν ανήκουμε όλοι στον εσώτερο κύκλο του ιδρύματος μελετών του μεγάλου διδασκάλου. Θεωρώ ότι έτσι γκετοποιήθηκε η εκδήλωση, παρότι οπωσδήποτε στο τέλος το χειροκρότημα ήταν εκεί για τους συντελεστές της.

 

{youtube}xYK8jYaR-Zs{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured