Η Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων υπό τη διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού, τρεις μικτές χορωδίες (Μικτή Δημοτική Χορωδία Αθηνών, Μικτή Χορωδία της ΔΕΗ-ΔΕΔΔΗΕ, Χορωδία Ambitus Λεοντείου Λυκείου Νέας Σμύρνης) και διάσημοι ερμηνευτές της όπερας με μακρά ή βραχύτερη θητεία στο είδος, επιστρατεύθηκαν το βράδυ της Δευτέρας για να παρουσιάσουν τα έργα και τον κοινό τόπο δυο συνθετών –του Μίκη Θεοδωράκη και του Μητροπολίτη Βολοκολάμσκ, Ιλαρίωνα Αλφέγιεφ. Ωστόσο, δεν κατάφερα να βρω το σημείο επαφής το οποίο εκτεταμένα ανέλυσε ο Γιώργος Β. Μονεμβασίτης στο σημείωμά του για την παράσταση (είχε την επιμέλεια ύλης προγράμματος).
Στο πρώτο μέρος της συναυλίας παρουσιάστηκαν δύο ολόκληρα θρησκευτικά έργα του Αλφέγιεφ, τα Stabat Mater και Song Of Ascent, καθώς και δυο άριες από τα Κατά Mατθαίον Πάθη και απ’ το Ορατόριο Των Χριστουγέννων, τις οποίες ερμήνευσε η υψίφωνος Σβετλάνα Καζυάν. Εκτιμώ πως το μήνυμα του συνθέτη δεν έφτασε στο ακροατήριο, γιατί ως όχημα είχε αδύναμες μελωδίες δίχως νεύρο και ελκυστική δομή. Η παθητικότητα του κόσμου –οι Έλληνες ευτυχώς παραμένουν εκδηλωτικοί άνθρωποι και όταν ικανοποιούνται το δείχνουν– και τα σχόλια αρκετών κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, με έπεισαν ότι ο Αλφέγιεφ δεν άφησε το στίγμα του στο Ηρώδειο. Προσωπικά, ακόμη και τώρα δυσκολεύομαι να ανακαλέσω το συναίσθημα που μου προκάλεσε η ακρόαση των έργων του, κι ας τα παρακολούθησα με περισσή περιέργεια.
Ήταν αναμενόμενο ότι οι περισσότεροι θα έρχονταν στο Ηρώδειο για το Άξιον Εστί. Τους ρόλους μοιράστηκαν τρεις γνωστοί καλλιτέχνες: ο Δημήτρης Καβράκος ήταν ο ψάλτης, ο Μάριος Φραγκούλης ο λαϊκός τραγουδιστής και ο Σταύρος Ζαλμάς ο αφηγητής. Πριν τη συναυλία είχαν γίνει διάφορες συζητήσεις σχετικά με την καταλληλότητα των επιλεχθέντων καλλιτεχνών. Και ναι, ο Φραγκούλης δεν είναι λαϊκός ερμηνευτής κι έτσι το έργο περπάτησε με κάποια δυσκολία, καθώς η λαϊκότητα είναι το ένα πόδι του Άξιον Εστί. Κι ο Ζαλμάς δεν είναι Κατράκης, όμως προκάλεσε ρίγη συγκίνησης, φωνές και συνθήματα όταν αφηγήθηκε το “Προφητικόν” και φανερά κλονίστηκε κι ο ίδιος από το κείμενο που κράτησε στα χέρια του. Εντόπισα λοιπόν το μεγαλείο του Άξιον Εστί ακριβώς εκεί: το έργο στέκεται μόνο του, αιφνιδιάζει και συγκλονίζει τον Έλληνα σε κάθε του εκτέλεση, ενώ οι αποκλίσεις από την αισθητική του δίσκου επισκιάζονται, στερούνται σημασίας. Έχουν γίνει πολλές μελέτες από ειδικούς για το πόσο μελετημένα και πόσο ενστικτωδώς δούλεψε ο Θεοδωράκης στην ποίηση του Ελύτη για να προκύψει το Άξιον Εστί –δεν έχει νόημα άλλη μία.
Όμως στην τέχνη, το αποτέλεσμα είναι που μετράει: Το Ηρώδειο γέμισε και σείστηκε από τη μελωδία και το διαχρονικό νόημα του Άξιον Εστί. Το Stabat Mater του Αλφέγιεφ ήταν απλώς η αίθουσα αναμονής, για να μας επιτραπεί η είσοδος στα μυστηριακά όσο και φιλόξενα μονοπάτια της ποίησης του Ελύτη, μελοποιημένης από έναν από τους κορυφαίους συνθέτες της χώρας, σε μια από τις κορυφαίες στιγμές της πορείας του. Το είχε γράψει άλλωστε τότε και ο ίδιος ο Θεοδωράκης, στο σημείωμα του δίσκου: «Ας αφήσουμε τις επιδείξεις για τους λαούς που έχασαν την ψυχή τους κι ας τραγουδήσουμε απλά τους καημούς και τις ελπίδες της ρωμιοσύνης».
{youtube}DJ08cCAZQWM{/youtube}