Τσιτσάνης, Vassilikos, Κήπος Μεγάρου Μουσικής. Τέρατα (του λαϊκού τραγουδιού) και σημεία (συγκεκριμένου κώδικα), κι ο Vassilikos στη μέση. Αυτοβούλως, έτσι.
Σαράντα-κάτι λεπτά αναμονής (ο τεχνολογικός δαίμων γαρ), σκέτη, καθαρή, ατελείωτη, απόλαυση –ή όπως διαλέξει να το πάρει κανείς. Οκλαδόν στα γρασίδια, ανάμεσα σε μεγαλοκυρίες και μεγαλοκυρίους, ανοιχτά πέδιλα, πλατφόρμες με λουλουδικό στη μόστρα και φλις μπουφανάκια σε σκούρο μπλε της Νου Δου. Ανάμεσα σε «εναλλακτικούς» στα άνω όρια της νεότητας και μπόμπιρες στα κάτω. Μπουμπουκολογώ στα γρήγορα: «Πώς τον είπαμε τον καλλιτέχνη; Θαλάσση; Θαλασσίδη; Θαλασσινό;», «Μπουζούκια θα έχει;», «Ρε ’σεις ο Κόκκοτας θα βγει σήμερα;» (προφανώς μετά τη γκεστ εμφάνιση της προηγούμενης βραδιάς). Και μόλις η αναμονή γίνεται δυσβάσταχτη, θερίζουν τα μυοσκελετικά, να και τα σαλαγήματα από ευυπόληπτους πολίτες, να και τα κουνήματα των δαχτύλων στους τεχνικούς που επιχειρούν επί σκηνής και οι στεντόρειες απαιτήσεις για απολογίες εκ μέρους των συντελεστών. Σόου λέμε...
Χρειάζεται να απολογηθεί, σχεδόν γονυπετής, ο ίδιος ο Vassilikos μετά από ένα γυμνό, κρουναριστό, ανοιχτό μωβ “Αντιλαλούνε Τα Βουνά” για να γαληνέψουν οι «θιγμένοι». Κι ευθύς αμέσως σα να μηδενίζουν οι συλλογικοί μετρητές, η σελίδα της βραδιάς ασπρίζει και αναμένει. Με σίνθι και προηχογραφημένα, ηλεκτρική κιθάρα και βιολί, συν τον Vassilikos, που πέραν του μικροφώνου αναλαμβάνει ένα απολύτως βασικό ντραμ σετ. Έτσι απλώνεται σχεδόν ολόκληρο το πρώτο μέρος, μονότονο, γυμνό, κρουναριστό, ανοιχτό μωβ, ανεξάρτητα με το εκάστοτε πρωτογενές υλικό –τη “Συννεφιασμένη Κυριακή” ή το “Τι Σήμερα, Τι Αύριο, Τι Τώρα”. Σα να βιώνεις έκπληξη σε επαρχιακό πιάνο μπαρ. Ποιοι είναι τούτοι, τι κάνουν και γιατί νομίζω πως μ' αρέσει; Το συννεφάκι διαλύεται ολίγον άγαρμπα, λόγω αισθητικού άλματος, μόλις η Ελεωνόρα Ζουγανέλη χαριεντίζεται με τις “Αραπίνες (Νύχτες Μαγικές)” και μας αφήνει χρόνους στο τετράλεπτο που η Ελένη Τσαλιγοπούλου φέρνει απολύτως στα μέτρα της τον χώρο, τους μουσικούς, το κοινό και το “Γεννήθηκα Για Να Πονώ”.
Στο βου μέρος –κι αφού έχεις αρχίσει να σκέφτεσαι πως η συνταγή είναι για πάσα νόσο– το κόλπο στρίβει κάτι μοίρες. Το άρξασθε δίνει ο Λάκης Παπαδόπουλος σφηνώνοντας κατά τις συνήθειές του το “Στο Τούνεζι, Στη Μπαρμπαριά” εντός των τεσσάρων ροκ εντ ρολ τετάρτων, αλλά η ανατολή δεν έχει πει την τελευταία της λέξη. Εδώ αναλαμβάνει για τα καλά η μπάντα. Η “Σεράχ” αναδομείται στα πλαίσια μιας σόουλ εθνοψυχεδέλειας, με το γκρουβ της στον πολλαπλασιαστή, τις ανοιχτωσιές και τα πυκνωτικά σημεία της. Αλλά και με τη φωνή να κατεβάζει σταθερά γέφυρες προς τους πολλούς. Πιθανότατα η κορυφαία στιγμή της βραδιάς, αν κι ο λαός από ώρα έχει παραδώσει σώμα κατά γης και υποδέχεται με ευχαρίστηση το «μα φτάνει, τράβα στο καλό» της πρώτης στροφής της “Νοσταλγίας”.
Έχουμε μια τάση να αντιλαμβανόμαστε τη μνήμη ως κάτι χωρισμένο απ' το τώρα. Από άλλη μια «βραδιά μνήμης» για τον Τσιτσάνη ή τον Μάρκο, από άλλη μια πιστή εκτέλεση του Άξιον Εστί, λίγο καλύτερα, ε; Και να πω ότι το περίμενα, ψέματα θα πω...
{youtube}_dCGsd4BjL4{/youtube}