Βλέποντας την Τρίτη το βράδυ τον Μιχάλη Χατζηγιάννη να ολοκληρώνει τη φετινή καλοκαιρινή του περιοδεία, σκέφτηκα ότι εκείνο το παλικαράκι που πρωτογνωρίζαμε στις αρχές των ’00s κάτι πρέπει να έκανε καλά ώστε, μια 12ετία μετά, να έχει γίνει ένα από τα πρώτα ονόματα σε μια χώρα που παράγει τραγουδιστές με το κιλό. Καθόλου αφύσικο, επομένως, το πλήθος κόσμου στον Βύρωνα. Σαφώς και έχουμε δει το θέατρο Βράχων με (πολύ) περισσότερους, σύμφωνα όμως με μαρτυρία φίλης-κάτοικου της περιοχής, αυτός ήταν ο περισσότερος κόσμος που είχε δει να μαζεύεται εκεί τους τελευταίους μήνες. Οπότε, εν καιρώ κρίσης, θα χαρακτηρίζαμε την προσέλευση ικανοποιητική.
Ως προς τα μουσικά, η εμφάνιση του Χατζηγιάννη ήταν μια greatest hits συναυλία. Με πασίγνωστα τραγούδια όπως τα πιο πρόσφατα “Ό,τι Θες (Βασιλιάς)” και “Πλάι Πλάι”, μα και με παλαιότερες επιτυχίες σαν τα “Δεν Έχω Χρόνο” (σε μια πιο funky εκτέλεση από τη συνηθισμένη), “Το Καλοκαίρι Μου”, “Όλα Ή Τίποτα”, “Πιο Πολύ”, “Το Σ' Αγαπώ”, “Χωρίς Αναπνοή” και πάει λέγοντας. Επιτυχίες, από ότι φάνηκε, όχι απλά αγαπημένες αλλά λατρεμένες.
Ξέρει να συμπεριφέρεται ως performer και ως πρόσωπο στο οποίο είναι εστιασμένος ο προβολέας ο Μιχάλης Χατζηγιάννης. Συνεχώς μίλαγε με το κοινό, το κανάκευε (σε σημείο κολακείας ενίοτε), το παρακινούσε να σηκώσει τα χέρια ψηλά, το έκανε πότε να χορεύει και πότε να τραγουδάει εκείνο τα ρεφρέν. Όλα με ένα του κάλεσμα. Διότι καλά τα τραγούδια, αλλά σε μια ζωντανή εμφάνιση σημαντικότερο ρόλο παίζει η απόδοση και άνεση του καλλιτέχνη επί σκηνής. Γι’ αυτό άλλωστε και σχεδόν κανένας δεν φάνηκε να ασχολείται με τα ανά διαστήματα φωνητικά του στραβοπατήματα. Προσωπικά μου φάνηκε σα να τον είχε αγκαλιάσει κάποιο κρύωμα και δεν μπορούσε έτσι να φτάσει τη φωνή του όσο ψηλά θα ήθελε κι αυτός και τα τραγούδια. Ο ίδιος πάντως δεν ανέφερε κάτι τέτοιο.
Έχει ενδιαφέρον να ερμηνεύσεις, μέσα από μια τέτοια συναυλία, την πορεία του Χατζηγιάννη. Ακούγοντας ας πούμε την ευαίσθητη ποπ του “Μόνο Στα Όνειρα” να εναλλάσσεται εντός ολίγων μόλις λεπτών με κομμάτια που πλησίαζαν επικίνδυνα στην αισθητική του μπουζουκορόκ ή παρατηρώντας πώς «τραβούσε» παραπάνω το τέλος των τραγουδιών, γυρίζοντας τα όλα σε μπαλαντοειδή –για να αποσπάσει ίσως το sing along και το βεβιασμένο συναίσθημα;– συνειδητοποιούσες ένα πράγμα: ότι πρόκειται για καλλιτέχνη που έχει γράψει καλά ποπ τραγούδια στο παρελθόν και θα μπορούσε να γράψει κι άλλα τέτοια, αν δεν έμπαινε σε μια λογική κυνηγιού των συνεχόμενων επιτυχιών. Βλέποντάς τον στη σκηνή του θεάτρου Βράχων, σκέφτηκα πως, πλέον, είχα μπροστά μου έναν crowd pleaser, παρά έναν καλλιτέχνη που προσπαθεί να φτάσει σε πιο βαθιά συναισθηματικά βάθη. Μεγαλύτερη απόδειξη επ’ αυτού δεν θα μπορούσε παρά να αποτελέσει η εκτέλεση στο “Παιδί Της Βροχής”, τραγούδι που ασχολείται με ανθρώπους οι οποίοι έχουν ξεφύγει από το σκοτάδι του παρελθόντος τους: εκτελεστικά μεταμορφώθηκε σε σχεδόν χαρωπό άσμα. Γιατί; Μη τυχόν και προβληματιστεί κάποιος ακροατής παραπάνω από όσο χρειάζεται;
Στην ερώτηση εάν η συναυλία του Χατζηγιάννη στο θέατρο Βράχων ήταν καλή, θα απάνταγα πως ναι, ήταν. Από την άποψη πως οι θεατές πήραν αυτό ακριβώς που ήθελαν, εκτελεσμένο με αρκετά μεγάλη πιστότητα, από έναν τραγουδιστή κεφάτο, ορεξάτο και χαρούμενο, ο οποίος μοιραζόταν τις μουσικές του με τον κόσμο μακριά από βεντετισμούς άλλων εγχώριων stars. Θα ήταν όμως ημιτελής η απάντησή μου αν δεν συμπλήρωνα ότι ο Χατζηγιάννης θα μπορούσε να είναι κάτι ακόμα περισσότερο, εάν ξέφευγε από τη λογική της μόνιμης ευχαρίστησης του κοινού ή της σταθερής επίκλησης του έρωτα ως εύκολου μέσου προκειμένου να συνδεθούν οι θεατές με τα κομμάτια. Για να ικανοποιήσεις έναν μουσικόφιλο που δεν αρέσκεται σε εύκολα τρικ εντυπωσιασμού και σε εύπεπτα χιτάκια, χρειαζόταν κάτι παραπάνω.
{youtube}f_sj7VLce4w{/youtube}