Καθώς περνούσα τις πύλες του Ηρωδείου την Κυριακή, ο ήλιος στην Αθήνα δεν είχε ακόμα βασιλέψει και έτσι όπως το φως της μέρας έλουζε το κοίλον του θεάτρου, αυτό έμοιαζε ακόμα πιο επιβλητικό. Το λευκό του μαρμάρου στις κερκίδες είχε μεταμορφωθεί σε έναν πολύχρωμο καμβά από ανυπόμονους θεατές. Κι ενώ ο κόσμος συνέχισε να εισέρχεται αργά μα σταθερά και οι κυρίες μιας κάποιας ηλικίας ανεβοκατέβαζαν νωχελικά τη βεντάλια-φετίχ –σε μια απέλπιδα πράξη να νικήσουν τη ζέστη– στη μεγάλη οθόνη πίσω από την ορχήστρα εμφανίζονται ένας-ένας οι συνεργάτες της Δόμνας Σαμίου, μιλώντας γι’ αυτήν, με ευγένεια και συγκίνηση. «Η Δόμνα είναι θεσμός και επανάσταση μαζί» είπε με λάμψη στα μάτια μία εκ της χορωδίας και με αυτή την ακραιφνή δήλωση η οποία καρφώθηκε στο μυαλό μου καθ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας, σιγά-σιγά τα φώτα κλείνουν και ξεκινά το αφιέρωμα στη μεγάλη κυρία του παραδοσιακού μας τραγουδιού.

Σαν ντοκιμαντέρ έμοιαζε η παράσταση. Η φιγούρα της Σαμίου προβάλει στην οθόνη, σαν μια νοερή παρουσιάστρια που με αποσπάσματα από όλη τη ζωή της εξηγεί, με λόγια απλά και κατανοητά, το νόημα του έργου της, μεταφέροντάς μας από το ένα τραγούδι στο άλλο. Μέχρι εκεί εξαντλήθηκε η έμπνευση και η σκηνοθετική προσέγγιση του Γιώργου Σκευά. Γιατί κατά τα άλλα δεν μπόρεσα να διακρίνω κάτι επιπλέον, το οποίο θα δικαιολογούσε τον τίτλο του σκηνοθέτη της παράστασης. Κι αν η επιλογή του ήταν να φτιάξει μια δωρική και λιτή συναυλία με ραχοκοκαλιά τα τραγούδια και μόνο, η αδικαιολόγητη –για μένα– μη ενασχόλησή του με τις μικρές λεπτομέρειες της παράστασης, τον εξέθεσε. Έμοιαζε λίγο σαν να μην πρόλαβε να ολοκληρώσει μέχρι τέλους την ιδέα του, σαν να μην πρόλαβε να τα επεξεργαστεί όσο χρειαζόταν.

Domna_2

Αυτό που με δυσαρέστησε περισσότερο ήταν ότι δεν διαχειρίστηκε σωστά τη χορωδία: από το πώς την έντυσε (τα μαύρα ρούχα συνειρμικά σε πήγαιναν στον θρήνο για την πρόσφατα εκλιπούσα Σαμίου) μέχρι τον τρόπο που την έβαζε, την έβγαζε και την έστηνε στο Ηρώδειο. Η αλήθεια είναι ότι ήθελα παραπάνω χορωδία και περισσότερο σμίξιμό της με τον εκάστοτε τραγουδιστή. Αυτό βέβαια ίσως να ήταν και επιλογή του Γιώργου Παπαδάκη, που είχε την καλλιτεχνική επιμέλεια του αφιερώματος. Όμως δεν μπορούσα να μη φανταστώ τη συμμετοχή της χορωδίας στο “Τι ’Θελα Και Σ’ Αγαπούσα” όταν o Μανώλης Μητσιάς αποζητούσε στη διάρκεια του τραγουδιού ένα χορωδιακό πλαίσιο, στρεφόμενος εν τέλει στο, όχι ακόμα και πολύ ζεσταμένο, κοινό. Επιβάλλεται ασφαλώς να αναγνωρίσουμε την εξαιρετική επιλογή των τραγουδιών. Ο Παπαδάκης –βαθύς γνώστης και μελετητής της ελληνικής παράδοσης, φίλος μα και γνώστης του έργου της Σαμίου– έφτιαξε ένα πολυρυθμικό κομπολόι με 31 τραγούδια-χάντρες, δένοντας με συνέπεια τους ιδιωματισμούς και τους ξεχωριστούς ήχους του κάθε τόπου.

Domna_3

Στο κομμάτι των τραγουδιστών οι επιλογές ήταν πολλές και καλές. Δεν μπορώ να μην ξεχωρίσω τον Ζαχαρία Καρούνη, ίσως τη μεγαλύτερη έκπληξη της βραδιάς. Ένας τραγουδιστής με εξαιρετική φωνή, που απέδωσε με λαϊκό συναίσθημα και προσωπική τεχνοτροπία ό,τι τραγουδούσε, είτε αυτό προερχόταν  από την Πελοπόννησο, είτε από τη Θράκη, είτε από τη Μικρά Ασία. Ο Δημήτρης Μπάσης πήρε το μεγαλύτερο χειροκρότημα με το “Τώρα Τα Πουλιά” και όχι άδικα. Η βιωματική του σχέση με το παραδοσιακό τραγούδι και η γνώση του για τη βυζαντινή μουσική αποτυπώνονται ξεκάθαρα σε κάθε του εμφάνιση και ερμήνευσε εξαιρετικά και αυτή τη φορά, με τη μορφή του απλού λαϊκού τραγουδιστή. Η Φωτεινή Βελεσιώτου στάθηκε η δεύτερη έκπληξη της βραδιάς, γιατί η βαριά και άγρια ρεμπέτικη φωνή της αποδείκνυε το ενιαίο και αδιαίρετο του ελληνικού τραγουδιού, μα και τη μετάλλαξή του από το δημώδες στο αστικό: ένα πείραμα που για μένα πέτυχε. Κάπως έτσι έδεσε και το μοναδικό λαϊκορεμπέτικο της βραδιάς, “Πες Μου Γιατί Άλλαξες Γιατί”, το οποίο αποδόθηκε με άνεση από την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Τέλος, η Κατερίνα Παπαδόπουλου –σεμνή και ακριβής– έμοιαζε να είναι η σταθερά σε όλη αυτή την πανσπερμία φωνών που επιστρατεύτηκαν για το αφιέρωμα.

Domna_4

Οφείλω να αναφέρω επίσης τη συμμετοχή του Βαγγέλη Δημούδη, του Ηλία Υφαντίδη, του Σάββα Σιάτρα, του Αντώνη Κυρίτση και της μικρής Άννας Κουκλάκη: καθένας ξεχωριστά εξέφρασε αυτό που ερευνούσε και ήθελε η Σαμίου, την απόδοση δηλαδή και διατήρηση της λαϊκής μας παράδοσης από τους ίδιους τους εκφραστές της, και όχι από επαγγελματίες αναλωνόμενους πολλές φορές σε στείρες ακαδημαϊκές προσεγγίσεις.

Η παράσταση τελειώνει με έναν μικρασιάτικο καρσιλαμά και φυσικά με το “Έχε Γεια, Πάντα Γεια”, το «σουξέ» της Σαμίου (sic!), το οποίο τραγουδήθηκε από όλους εν σκηνή και πλατεία. Η χορωδία, οι εξαίρετοι οργανοπαίκτες, όλοι οι τραγουδιστές εν παρατάξει (με εξαίρεση την ανεπίτρεπτη απουσία της Αρβανιτάκη και του Μητσιά), ο κόσμος που χειροκροτούσε, έκλεισαν με τον καλύτερο τρόπο τη συναυλία, χαιρετώντας με σεβασμό και αγάπη τη Δόμνα Σαμίου. Μη με ρωτάτε αν το τραγούδησαν «Πάντα Γεια» ή «Παναγιά» –δεν το κατάλαβα, δεν το πρόσεξα: τραγουδούσα δυνατά κι εγώ, όπως και όλος ο κόσμος δίπλα μου. Στην αποχώρηση των καλλιτεχνών από τη σκηνή, η χορωδία συνέχισε το τραγούδι από πίσω, σαν ένα από τα πιο αυθόρμητα «κρυφά» encore που έχω ζήσει.

{youtube}tDE6Z3Y0Ns0{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured