Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως ο Γιάννης Χαρούλης είναι πλέον ο… Σάκης Ρουβάς του παραδοσιακού/έντεχνου/λαϊκού ή ό,τι άλλο τραγουδάει τέλος πάντων, όπως κι αν το βαφτίζουμε. Ευτυχώς οι «Χαρουλίτσες» δεν σκίζουν πουκάμισα, δεν καίνε τα σουτιέν τους, δεν λιποθυμούν στη θέα του. Ξέρουν όμως όλα του τα τραγούδια απ’ έξω, στίχο-στίχο. Φωτίζει το βλέμμα τους μόλις βγαίνει στη σκηνή. Και χορεύουν σα να νιώθουν την Κρήτη στην καρδιά τους. Είναι νομίζω από τους λίγους καλλιτέχνες που βλέπω από εμφάνιση σε εμφάνιση να πολλαπλασιάζουν το κοινό τους. Καθόλου άδικα.
Την Τετάρτη το βράδυ η Τεχνόπολη «πνιγόταν» από κόσμο όλων των ηλικιών και τα εισιτήρια έφευγαν σαν ψωμί στην Κατοχή (μη λέω βέβαια μεγάλα λόγια, καιροί που είναι). Το sold-out ήταν λοιπόν λίγο-πολύ αναμενόμενο. Όσοι ήρθαν χαλαρά 21.20 την ψιλοπάτησαν και άγχωσαν κι εμάς τους υπόλοιπους, γιατί ο ταλαντούχος κύριος Χαρούλης ήταν κάτι παραπάνω από κύριος στο ραντεβού του.
Το συνολικό πρόγραμμα κύλησε με λίγη διαφοροποίηση από τα όσα μέχρι τώρα μας έχει συνηθίσει, όμως φαίνεται πως ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου παραμένει σταθερά το μουσικό του alter ego. Από ’κει και πέρα, ο coach Χαρούλης (μιας και έρχονται μέρες Euro) φρόντισε να κάνει rotation στην ομάδα, και να δίνει αρκετή ώρα σόλο και στους υπόλοιπους. Για παράδειγμα, ο Κωνσταντής Πιτσιόλης με το κλαρίνο του μας είπε για τους πλούσιους και τους φτωχούς, ενώ ο Παύλος Συνοδινός μάς έπαιξε ένα καινούριο δικό του (“Ένας Μικρός Λαός”), στο οποίο ο Χαρούλης ευχήθηκε να είναι καλοτάξιδο.
Αν υποθέσουμε πως η βραδιά είχε μαέστρο, όμως, αυτός ήταν ένας: ο Χαρούλης έμοιαζε σα να είχε μια μπαγκέτα στο χέρι, με την οποία ανεβοκατέβαζε τον ρυθμό, περνώντας από αργά τραγούδια σε γρήγορα (και αντίστροφα) και κάνοντας το κοινό πότε να σιγοτραγουδά και πότε να ενθουσιάζεται με πάθος. Οι “Μαγγανείες” και τα “Της Λήθης Το Πηγάδι”, “Ο Τρελός”, “Τότε Κι Εγώ Θα Θυμηθώ”, η μαγευτική “Ανεμόσκαλα” και ο “Θερμαστής”, ήταν μερικές από τις επιλογές που έκανε το όχι και τόσο “Αμούστακο Βοσκαρουδάκι” από τον Αγιο-Νικόλα.
Ξεσηκωμός μεγάλος στου “Λασηθιού Το Δρόμο”, αλλά και στην “Παράβαση” από τους Αχαρνείς –ένα τραγούδι που προτιμά όλο και περισσότερο ο Χαρούλης στις ζωντανές του εμφανίσεις, καθώς το κοινό δείχνει να ταυτίζεται απόλυτα με τον αρχαιολυρικό του ρυθμό– και παροξυσμός για όσους κάθισαν “Πάνω Στ’ Αργυρό Σκαμνί”, το οποίο ακούστηκε λίγο πιο πειραγμένο και λίγο πιο αργόσυρτο, μέχρι την έκρηξη του τραγουδισμένου από τον κόσμο ρεφρέν. Ενδιαφέρουσες επιλογές ήταν επίσης το “Μια Μάνα Που ’Χε Ένα Γιο”, αλλά και η ανατριχιαστική “Μαύρη Πεταλούδα” που πετούσε πάνω από το “Νησί”. Από ’κει και ύστερα, τα δικά του “Σύννεφα Του Γιαλού”, το “Έλα Πάρε Με”, ο “Χειμωνανθός”, ή τραγούδια λιγότερο «δικά του» όπως τα “Μαλαματένια Λόγια”, ο “Ερωτόκριτος” ή η “Θάλασσα Πικροθάλασσα”, ενθουσιάζουν πάντα τον κόσμο και είναι έτσι τα αναμενόμενα να ακουστούν.
Άσχετα όμως από το ποια τραγούδια είπε ο Γιάννης Χαρούλης το βράδυ της Τετάρτης (και, πιστέψτε με, σε 2 ώρες και 45 λεπτά χωρίς διάλειμμα μπορείς να πεις πάρα πολλά τραγούδια!), τον παραδέχτηκα για δύο πράγματα. Πρώτον, γιατί κρατάει πάνω στη σκηνή αυτή την ερασιτεχνική αγάπη την οποία έχει για τη μουσική του: δεν τον νοιάζει πώς μπορεί να δείχνει όταν λυσσομανάει πάνω στο λαούτο του, ή όταν χαμογελά σα μικρό παιδί. Είναι η μεγαλύτερη ευτυχία που μπορεί να βιώσει και έτσι το εισπράττει κι ο κόσμος. Δεύτερον, είναι μαγκιά του που έχει καταφέρει να «περάσει» σε πολύ νέα παιδιά (εννοώ τις ηλικίες 15-25) ακούσματα σαν τον Ξυλούρη ή τα δημοτικά τραγούδια. Γιατί αποτελεί νομίζω κατάκτηση να βλέπεις παιδιά να νιώθουν το σόλο ενός κλαρίνου με την ίδια ένταση που το νιώθει ένας 80άρης παππούς. Του αξίζει –και γι’ αυτό– ένα μεγάλο μπράβο.
{youtube}zCfNCujSOOk{/youtube}