Δεν ξέρω πώς κάποιος μπορεί να πει μια ιστορία. Τραγουδώντας, διηγούμενος, συγκινούμενος; Προφέροντας αυτή την τόσο σαρκωμένη γλώσσα, τη γεμάτη ανοικτά φωνήεντα και επιθετικά σύμφωνα;
Μιλώντας για τη χώρα σου, δεν μιλάς απλά για τον εαυτό σου αλλά για το ίδιο το κορμί σου, στο οποίο μπορεί να κρύπτονται τόσο οι ενεργές επιθυμίες και οι γεωγραφικές ομορφιές, όσο όμως και οι χαίνουσες πληγές και τα παλαιόθεν ανίατα τραύματα.
Και δεν έχει σημασία ο τόπος. Ούτε ο χρόνος. Ότι βρίσκεσαι σε έναν μικρό ζεστό χώρο, κάπου στη Βουλιαγμένης, ούτε ότι σχεδόν εγγίζεις την αναπνοή μουσικών και τραγουδιστών.
Γιατί πάνω στη σκηνή βρίσκονται η Μάνια Παπαδημητρίου και ο Γιάννης Μαθές. Η πρώτη –γεμάτη γάργαρα προφερόμενο πάθος– συλλαβίζει τα πάθη του Ελληνισμού του 20ου αιώνα εξηγώντας (επιτέλους κάποιος το κάνει) πώς φτάσαμε στη δεκαετία του 1960, ιστορικά, καλλιτεχνικά, πολιτιστικά και πώς αυτό διαμόρφωσε το τραγούδι, τη στάση ζωής, τις αντίρροπες δυνάμεις μέσα στην κοινωνία.
Και από δίπλα ο Γιάννης Μαθές, που, παρασυρμένος από τη χειμαρρώδη παρουσία της Παπαδημητρίου, επέδειξε μια ερμηνεία σπάνια σε χροιά, ένταση, τονική ακρίβεια, μουσική στιβαρότητα και συγκρατημένο συναίσθημα. Ξέρετε, είναι πολύ δύσκολο να ταιριάξουν στη συνήχησή τους δύο φωνές δίχως πολυετή προηγούμενη τριβή. Η «παθιασμένη» Παπαδημητρίου και ο «συγκρατημένος» Γιάννης Μαθές αποτελούν ένα δίδυμο το οποίο ισορροπεί και αλληλοσυμπληρώνεται. Από κοντά, οι Ιώ και Βικτώρια Κυριακίδη (πιάνο και φλάουτο αντίστοιχα) αποτέλεσαν τους στυλοβάτες της βραδιάς, καθώς ήταν σχεδόν αλάνθαστες και έτοιμες να προσαρμοστούν σε κάθε αλλαγή διάθεσης, ρυθμικής αγωγής και ερμηνείας εκ μέρους των τραγουδιστών.
Η ιδέα της όλης βραδιάς –η οποία ανήκει στον Βασίλη Κρητικό– αφορούσε στην παρουσίαση της δημιουργικής και εμπορικής έκρηξης του ελληνικού τραγουδιού, στη δεκαετία του 60, με σύγχρονες οπτικές και γραπτές αναφορές, μαζί με τη ζωντανή εκτέλεση αντιπροσωπευτικών έργων. Η Μάνια Παπαδημητρίου, πέρα από το τραγούδι, ανέγνωσε κείμενα των Ελύτη, Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Ρίτσου, Σεφέρη κ.ά. Άλλωστε η δεκαετία του 1960 αποτέλεσε το πεδίο της γνωριμίας του ελληνικού λαού με την ποίηση της γενιάς του ’30, μέσω των λαϊκών ορατορίων του Θεοδωράκη αλλά και πλείστων άλλων μελοποιήσεων σε μεγάλους ποιητές. Δεν λέω ότι αυτή η διαδικασία δεν είχε και αρνητικές πλευρές, πρωτίστως όμως έφερε την ελληνική λογοτεχνία στο προσκήνιο, κάνοντάς την κτήμα λαϊκό. Φέρνοντάς τη στα χείλη ενός λαού.
Από γνωστά δημοτικά και μη τραγούδια μέχρι άγνωστες σε εμέ πτυχές και στιγμές του ελληνικού τραγουδιού (για παράδειγμα, το εξαιρετικό τραγούδι του Θεοδωράκη “Από Το Παράθυρό Σου” –σε λόγια του Ιάκωβου Καμπανέλλη από το θεατρικό του 1963 Η Γειτονιά Tων Αγγέλων) η παράσταση, πέρα από το συγκινησιακό της φορτίο, είχε και μια ιστορική και επιστημονική πτυχή που ικανοποιούσε τον απαιτητικό ακροατή. Ακούστηκαν έργα του Λάγιου, του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι, του Ξαρχάκου, του Βιολάρη, της Πλάτωνος, του Μπαγιαντέρα, του Σαββόπουλου, του Πλέσσα χωρίς διάθεση μνημόσυνου αλλά ως μια πρόταση τραγουδιού δωματίου και περισυλλογής, ιστορικής και προσωπικής.
Τέλος, όταν η Μάνια Παπαδημητρίου εξηγούσε τα περιστατικά της Πρωτομαγιάς της Θεσσαλονίκης του 1936 αλλά και τα Δεκεμβριανά, δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τη συγκινησιακή μου φόρτιση αναλογιζόμενος ότι η Ελλάδα –ως χώρα που τη λαχταράμε ή όχι– δημιουργεί μεγάλες προσδοκίες, οι οποίες ιστορικά συνήθως διαψεύδονται. Και αυτό είναι κάτι που το βιώνουμε ξανά και ξανά. Πριν από 8 χρόνια, άλλωστε, διεξήγαμε Ολυμπιακούς Αγώνες και τώρα δεν έχουμε λεφτά για τα φάρμακα των ασφαλισμένων, για νοσοκομειακό εξοπλισμό ή και ακόμα για κηροζίνη στα μαχητικά μας αεροπλάνα.
Συντελεστές:
Μάνια Παπαδημητρίου (ερμηνεία, τραγούδι)
Γιάννης Μαθές (τραγούδι)
Ιώ Κυριακίδη (πιάνο)
Βικτωρία Κυριακίδη (φλάουτο)
Βασίλης Κρητικός (concept, οπτικό υλικό, φωτογραφία)