Το χρονικό διάστημα 1919-1939 αποτέλεσε την κορύφωση του avant-garde κινηματογράφου, στις βάσεις του οποίου σφυρηλατήθηκε εν πολλοίς η ευρωπαϊκή κουλτούρα που αφορά στις τέχνες της κινούμενης εικόνας (για όσους θέλουν να ανατρέξουν σε βιβλιογραφία ας δουν το Malte Hagener, Moving Forward, Looking Back: The European Avant-Garde and the Invention of Film Culture 1919-1939, Amsterdam University Press, 2007).
Η ιδέα λοιπόν της συναυλίας του Σαββάτου στο Μέγαρο Μουσικής αφορούσε στη μουσική επένδυση των φιλμ αυτής της εποχής, με πρωτότυπα έργα Ελλήνων συνθετών. Η σύνθεση μουσικής για κινούμενη εικόνα είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Γι’ αυτό και η εδώ αξιολόγησή μας θα έχει να κάνει με το κατά πόσο η μουσική επένδυση προέβαλε τελικά το κάθε κινηματογραφικό έργο.
Η βραδιά ξεκίνησε με την προβολή του εμβληματικού Lichtspiel, Opus 1 (1921) του Walter Ruttman, το οποίο συγκαταλέγεται στα πολύ αγαπημένα μου. Οι κινούμενες γεωμετρικές εικόνες, έχοντας συγκεκριμένη ρυθμική και γεωμετρική ακολουθία –η οποία υπενθύμισε τη θητεία του σκηνοθέτη και στη μουσική– έδωσε το δικαίωμα στην Ηρώ Φυτράκη να γράψει ένα κομμάτι που, σχεδόν πιστά, ακολουθούσε τον ρυθμό τους. Αν εξαιρέσουμε κάποιες εξάρσεις, η μουσική βοήθησε στην κατανόηση του έργου και δεν κέρδισε την προσοχή έναντι εκείνου: η Φυτράκη κατάφερε να φαίνεται η μουσική και η εικόνα ως ενιαίο έργο.
Το δεύτερο κινηματογραφικό έργο της βραδιάς ήταν το περίφημο Symphonie Diagonale (1924), του Σουηδού Viking Eggeling. Μια οπτική πραγματεία στη διαγώνιο τομή, αποτέλεσε μάλλον ένα πεδίο που προκάλεσε αμηχανία στον συνθέτη Ηλία Νικολαΐδη, ο οποίος και κλήθηκε να γράψει τη μουσική. Η έντονη γραφή στα έγχορδα, που τόνισε τον όγκο τους, η καλλιέργεια συναισθήματος αγωνίας απέναντι σε μια εικόνα που μάλλον ήταν πολύ «τακτοποιημένη» και ορθολογική, έστρεψε το ενδιαφέρον μου από την ταινία στη μουσική. Μια μουσική που, όποια κι αν ήταν τα χαρίσματά της, προσπάθησε –συνειδητά ή υποσυνείδητα– να υποσκελίσει την εικόνα.
Το επόμενο έργο του Αμερικάνου φωτογράφου και κινηματογραφιστή Man Ray Emak-Bakia (1926) (στη γλώσσα των Βάσκων σημαίνει «Άσε με μόνο μου»), που ο ίδιος ο δημιουργός το αποκαλεί κινηματογραφικό ποίημα (ciné-poème), έδωσε στη Γεωργία Καλοδίκη τη δυνατότητα να γράψει ένα μουσικό έργο πολύ συμβατό με την προβαλλόμενη εικόνα. Δεν έχω να πω περισσότερα, πέρα από το γεγονός ότι η μουσική της άφησε την εικόνα να αναπνέει, ενώ την ίδια στιγμή η χρήση των ηλεκτρονικών ήχων πλάι σε αυτούς των φυσικών οργάνων στάθηκε επιτυχής: δεν έπαιξε τον ρόλο του φτηνού εφέ, αλλά της πλαισίωσης μιας ευαίσθητης μουσικής παλέτας.
Η Tusalava (1929) του Νεοζηλανδού κινηματογραφιστή και εικαστικού Len Lye είναι ένα αλληγορικό οπτικό παιχνίδι για τη διαιώνιση της ίδιας της ζωής, στο οποίο ο Αλέξανδρος Μούζας κατέθεσε την πιο επιτυχή μουσική συνοδεία της εικόνας που ακούσαμε στη συναυλία του Σαββάτου. Τέλος, το υπέροχο Film (1965), το μοναδικό έργο του Μπέκετ για κινηματογράφο, ίσως ήταν και η πιο ενδιαφέρουσα κινηματογραφική κατάθεση της βραδιάς. Ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι εγώ τον εαυτό μου είναι ο τρόπος που με αντιλαμβάνονται οι άλλοι; Σε αυτή την κινηματογραφική στιγμή –όπου ο Buster Keaton έδινε ρεσιτάλ ερμηνείας– δεν νομίζω ότι κάποιος στην αίθουσα έδωσε την πρέπουσα σημασία στη μουσική του Μούζα, η οποία μάλλον κύλησε αδιάφορη.
Εν συνόλω, η μαθητεία των μουσικών στην επένδυση της εικόνας είναι πολύ σημαντική και ελπίζω το Μέγαρο (ή και οι όποιοι άλλοι φορείς) να δίνουν συχνά τη δυνατότητα σε νέους Έλληνες συνθέτες να κάνουν πράξη μια τέτοια δραστηριότητα –να μην εξαντληθεί δηλαδή απλά και μόνο σε μια συναυλία. Όσο για την Καμεράτα, υπό τη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη, μάς φανέρωσε ακόμα ένα πρόσωπό της. Είναι σημαντικό ορχηστρικά σύνολα να αναλαμβάνουν να παρουσιάζουν έργα νέων γηγενών συνθετών και να το κάνουν με τόσο επαρκή προσπάθεια και με επιτυχές, εν γένει, αποτέλεσμα.
{youtube}LnUPl3i0tYc{/youtube}