Συναντήσεις VI: Περικλής Κούκος, Γιώργος Κουμεντάκης και Δημήτρης Παπαδημητρίου συνομιλούν με Jean Baptiste Lully, Jean Philippe Rameau και Christoph Willibald Gluck

Το πόση σημασία έχει μια συναυλία να αποτελεί πρόκληση για τον ακροατή αλλά και τους συντελεστές της, είναι ίσως το ζητούμενο στα ελληνικά μουσικά πράγματα. Τα οποία κυλούν, συνήθως, με κάποια προβλεψιμότητα –τόσο στο επίπεδο της σύλληψης, όσο και της εκτέλεσης μιας μουσικής παραγωγής.

Στο επίπεδο λοιπόν της σύλληψης της ιδέας, η Καμεράτα και ο Γιώργος Πέτρου παίρνουν βραβείο πρωτοτυπίας. Γιατί το να παραγγέλνει η Καμεράτα κομμάτια από Έλληνες συνθέτες για ορχήστρα με όργανα εποχής, είναι ουσιαστικά κάτι που όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και γενικότερα δεν συνηθίζεται. Διαφορετικό είναι κάποιος σύγχρονος συνθέτης να γράψει ένα έργο για τσέμπαλο και εντελώς διαφορετικό να του παραγγελθεί να γράψει για μια ολόκληρη ορχήστρα με όργανα εποχής. Αυτό το τελευταίο το θεωρώ πολύ σημαντικό, καθώς η ορχήστρα διαφεύγει, με αυτόν τον τρόπο, τον «κόλαφο» της τυποποίησης, αλλά και της αποκλειστικής «υποχρέωσης» να παίζει μόνο ένα περιορισμένο χρονικά ρεπερτόριο. Από την άλλη πλευρά, τα όργανα εποχής αποκτούν σημερινή λαλιά: ένα επιπρόσθετο ενδιαφέρον που μπορεί να συγκινήσει τον σύγχρονο δημιουργό και ακροατή, καθώς με αυτόν τον τρόπο δοκιμάζονται οι δυνατότητές τους. Επίσης, θέλει τόλμη σε μια συναυλία να διαπλέξεις «μυθικούς» συνθέτες του 18ου αιώνα με Έλληνες εν ζωή δημιουργούς, έργα ιστορικά με έργα Ελλήνων που γράφτηκαν το 2012.

Kamerata_2_Koumentakis

Σε επίπεδο εκτέλεσης, η Καμεράτα βρέθηκε σε μεγάλη φόρμα την Κυριακή στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών. Ειδικότερα η ερμηνεία της στα έργα του Rameau (Σουίτα Μπαλέτου από την όπερα Les Indes Galantes) και του Γιώργου Κουμεντάκη (Πέντε Βήματα Μέχρι Να Κοιμηθείς) ήταν υψηλού επιπέδου, καθώς μιλούμε για έργα επιπρόσθετης ερμηνευτικής δυσκολίας.

Εν προκειμένω, το πρώτο μέρος της συναυλίας αποτέλεσε μια ευχάριστη έκπληξη. Τα έργα των Lully, Κουμεντάκη και Rameau ερμηνεύτηκαν προσφυώς. Η ορχήστρα ανταποκρίθηκε στο «νευρικό» ρυθμικά στυλ του γαλλικού μπαρόκ, με τις γωνιώδεις μουσικές φράσεις, ενώ επέδειξε γενικότερη ομοιογένεια. Εντύπωση μου έκανε το κομμάτι του Κουμεντάκη που το βίωσα ως έναν ζωντανό οργανισμό ο οποίος βαίνει προς το ξεψύχισμά του, σαν το ψάρι που επιμένει να σπαρταρά πάνω στο καΐκι. Από τη μια πλευρά, μια μελωδία που θύμιζε νανούρισμα, από την άλλη ο ρυθμός από τον πεντοζάλη ως αντιθετικό υλικό του πρώτου, σε μια αέναη σύγκρουση αλλά και συναρμογή. Ένα τρίτο μουσικό υλικό αφορά στα σήματα μορς που αναγίγνωσκαν, συγχρόνως, ένα μυστικό κείμενο. Και επειδή το μουσικό κείμενο αναφέρεται ευθέως στην πορεία προς τον ύπνο, μου θύμισε τον γονιό που προσπαθεί να κοιμίσει το παιδί του κι αυτό επιμένει να ανθίσταται, ευρισκόμενο συχνά μεταξύ του κόσμου του ύπνου αλλά και του κόσμου του ξύπνιου, σε ένα περιβάλλον αγχωτικών ονείρων. Το παιδί επιμένει να φεύγει από την κούνια, μέχρι να παραδοθεί στο τέλος, χωρίς εφιάλτες, σε έναν ύπνο μακάριο, υπό τον ήχο του forte piano.

Kamerata_3_Papadimitriou

Ο Κουμεντάκης διερεύνησε τον ήχο των οργάνων εποχής και ο ενορχηστρωτικός του σχεδιασμός στηρίχτηκε κατά τη γνώμη μου σε τρία επίπεδα. Το πρώτο αφορούσε στη συνεχή, σχεδόν, συνομιλία-συνήχηση του forte piano (Τίτος Γουβέλης, Θανάσης Αποστολόπουλος) με το τσέμπαλο (Μάρκελλος Χρυσικόπουλος), το οποίο θύμιζε πολύ τον ήχο ενός παιδικού μουσικού κουτιού, μιας ηχητικής ονειρικής περιοχής. Στο δεύτερο επίπεδο τα έγχορδα απέδιδαν το επαναλαμβανόμενο μοτίβο/μοτίβα με τέτοιον τρόπο, ώστε σκεφτόσουν να αρχίσεις να μετράς. Στο τρίτο επίπεδο τα πνευστά μιμούνταν άλλες φορές την τσαμπούνα, άλλες φορές τις κοντυλιές της λύρας, ξεσπώντας και αποδίδοντας τον οίστρο του κομματιού.

Το δεύτερο μέρος της συναυλίας αφορούσε στο έργο του Δημήτρη Παπαδημητρίου Μάσκες, στο έργο του Gluck Σουίτα Μπαλέτου από την όπερα Ιφιγένεια εν Αυλίδι και στο έργο του Περικλή Κούκου Το Παιχνίδι Των Σκιών – Σουίτα για κόντρα τενόρο και ορχήστρα. Το έργο του Παπαδημητρίου με προβλημάτισε, καθώς σε πολλές στιγμές του ο συνθέτης έμοιαζε να μην ξέρει τι θέλει να πει. Από τη μια γινόταν «νεοκλασικό» ή νεομπαρόκ, από την άλλη φλέρταρε με τον μινιμαλισμό, με το βαλς, με την κινηματογραφική μουσική, με τον Χατζιδάκι. Το πέμπτο όμως μέρος του (αν μέτρησα καλά), αποτέλεσε μια αξιοπρόσεκτη ελεγεία –ας μου επιτραπεί ο όρος– που μου κίνησε το ενδιαφέρον. Το έκτο επίσης μέρος του συναποτελούταν από μουσικά σκίτσα, μια μαθητεία πάνω σε μελωδικές γραμμές και ρυθμικά σχήματα συνοδευτικά μιας κινούμενης ή ζωντανής εικόνας. Να παρατηρήσω επίσης ότι ο Παπαδημητρίου ήταν ο μοναδικός συνθέτης της βραδιάς που αφιέρωσε κάποιο σολιστικό μέρος στη θεόρβη, η οποία συνήθως χρησιμοποιείται μόνο ως συνοδευτικό όργανο. Η μελωδική γραμμή της θεόρβης (Θεόδωρος Κίτσος) συνοδεύτηκε από τον βαρύθυμο ήχο του κοντραμπάσου, ένας πολύ ενδιαφέρον συνδυασμός. Ο συνθέτης άκουσε το έργο του και χειροκροτήθηκε από το κοινό, βιώνοντας τη χαρά ενός μικρού παιδιού.

Kamerata_4_Koukos

Το έργο του Περικλή Κούκου, με την έντονη πολυρρυθμία του αλλά και τη νευρώδη φύση του, ήρθε και κούμπωσε πάνω στα όργανα εποχής, τα οποία –σε σχέση με τα μοντέρνα– αποδίδουν με μεγαλύτερη ακρίβεια και ευελιξία τα γωνιώδη ρυθμικά σχήματα. Η εισαγωγή του έργου είναι εντυπωσιακή μουσικά και πραγματικά μου άρεσε. Διέβλεψα όμως ένα πρόβλημα που αφορούσε στη γραφή για κόντρα τενόρο (εδώ τραγούδησε ο Νίκος Σπανός). Η χρήση πολλών συλλαβών σε σύντομο χρονικό διάστημα δεν ανέδειξε την εξαιρετική χροιά του Σπανού, αλλά μάλλον την έπνιξε στην προσπάθεια της ρυθμικά απαιτητικής απόδοσης –σήμα κατατεθέν, κατά τα άλλα, του έργου του Κούκου.

Μοναδική συναυλία, από την άποψη ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο να επαναληφθεί. Τυχεροί όσοι βρεθήκαμε εκεί.

              

{youtube}TqwkSlM9Yqs{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured