Έβρεχε. Βρέθηκα έξω από το Gagarin και χάζευα το σκάφανδρο του αστροναύτη με το έμβλημα της Ε.Σ.Σ.Δ., αναρωτώμενος πόσο καιρό είχα να δω κάτι τέτοιο. Το γεγονός ότι ο Ψαραντώνης βρισκόταν στο απέναντι καφεποτείον έκανε την οπτική συγκατοίκηση σχεδόν μεταμοντέρνα και παράλογη. Περιμένοντας έξω από την πόρτα, ο Ψαραντώνης πέρασε από μπροστά μας αρθρώνοντας πολύ ωραία τα ελληνικά του: «Τι κάνουν τα ωραία κοπέλια;». Θυμήθηκα ότι είχα κοντά μια δεκαετία να τον ακούσω σε ζωντανή εμφάνιση και ότι είναι ο αγαπημένος μου λυράρης –ο μόνος που συνειδητά ή ασυνείδητα βάζει στοιχεία πειραματικής μουσικής στο παίξιμό του.
Εισήλθα στο κτήριο, το ευγενικό σέρβις του μαγαζιού σύντομα μου έφερε μήλο με κανέλα και λευκό κρασί. Ξαφνικά η Νίκη Ξυλούρη με το μπεντίρ της ανεβαίνει στη σκηνή και κάνει σάουντ τσεκ. Είναι η πρώτη φορά που βλέπω μια αίθουσα να σιωπά για να ακούσει, πριν από την κυρίως παράσταση, μια μουσικό που απέδειξε ότι το μπεντίρ δεν είναι αναγκαστικά κρουστό όργανο χωρίς συγκεκριμένο τονικό ύψος –χώρια που η φωνή της έδειξε ότι έχει τη δυνατότητα να παράγει αφύσικα χαμηλές νότες. Ως εικόνα, το μπεντίρ έμοιαζε με ολόγιομο φεγγάρι, το οποίο αγκάλιαζε σαν εραστή της η Ξυλούρη. Την ίδια στιγμή ο Ψαραντώνης τριγύριζε στα τραπέζια σαν νευρικός μαθητής στην πρώτη του παράσταση. Καθόταν με τους σύντεκνους και φίλους του, μιλώντας και καπνίζοντας αρειμανίως, επικοινωνώντας με αυτούς που ήρθαν να τον ακούσουν. Σαν να έπαιρνε κάτι από την ενέργειά τους. Η σεμνότητα του Ψαραντώνη είναι η ίδια η εικόνα του. Ο Ψαραντώνης είναι το κοινό του, καθώς πρώτος αυτός έχει αποδεχθεί τον εαυτό του, για να γίνει και ο ίδιος αποδεκτός από τους άλλους. Οικείος μέσα στην ιδιαιτερότητά του.
Η συναυλία ξεκίνησε με τον Ψαραντώνη να παίρνει στα χέρια του το κρητικό μαντολίνο και τον τζουρά, σαν να προσπαθούσε με αυτό τον τρόπο να περιεργαστεί τον ήχο του και τις ανάγκες του. Συνοδευόμενος φυσικά από τη Νίκη Ξυλούρη αλλά και από δύο εξαιρετικούς ερμηνευτές του κρητικού λαούτου, τους Νεκτάριο Κοντογάννη και Γιώργο Στιβακτάκη (εγγονό του Ψαραντώνη) –αν και η ενίσχυση του ήχου των οργάνων είχε πολλές φορές θορυβώδες αποτέλεσμα– προσπάθησε να φτάσει το κρητικό μαντολίνο στα όρια των δυνατοτήτων του, πειραματιζόμενος με τις αρμονικές των υψηλότερων νοτών, όσων δηλαδή βρίσκονται κοντά στο ηχείο του οργάνου, συνοδεύοντας με την υπόκωφη, σεισμώδη φωνή του. Έτσι ξεκίνησε η πτήση.
Ο Ψαραντώνης μου θύμισε μια τραγική(;) φιγούρα η οποία αναζητά τόσο τις υπερβολικά υψηλές συχνότητες –μέσω των οργάνων– όσο και τις υπερβολικά χαμηλές –μέσω της φωνής του. Τόσο τον ουρανό, όσο και τον Άδη. Σαν να είναι ο μόνος επιβιώσας από εκείνο το φονικό τσουνάμι που είχε εξολοθρεύσει τη βόρεια μινωική Κρήτη… Εξαιρετική η αργή και σταθερή επιτάχυνση της ορχήστρας, κατέληγε σε μανιώδη ερωτική κορύφωση, που έμοιαζε με την επιθετικότητα του αγριμιού το οποίο πληγώνεται από τον Δυτικό ορθολογισμό. Εκείνη τη στιγμή ο Ψαραντώνης γινόταν όσα έχει γνωρίσει η Κρήτη στο διάβα της ιστορίας της: ο μυσταγωγός της ανατολικής Μεσογείου, ο Ενετός, ο Σικελός, ο Μυκηναίος, ο Μινωίτης, ο Τούρκος, ο Φοίνικας αλλά και με δίαυλο επικοινωνίας και προς τον Γερμανό τουρίστα και προς τον Άγγλο έποικο. Παρόλο που η ηχοληψία δεν ήταν καθαρή, εντούτοις μου ήρθε να σηκωθώ να χορέψω, να πιω. Τον είδα να κτυπά μανιωδώς με το δοξάρι το ξύλο της λύρας του με ρυθμό και πάθος και σκέφτηκα πόσοι οψίμως μοδέρνοι συνθέτες μάς το πουλήσανε αυτό για νεωτερισμό.
Ο Ψαραντώνης και η ορχήστρα του έχουν επίσης μια αξιέπαινη αίσθηση του ηχοχρώματος και των χρωματισμών. Ένα πέμπτο όργανο εισέρχεται και δεν είναι άλλο από το σφύριγμά του, που θυμίζει σουραύλι, αρμένικη ντουντούκ και νέι. Η ορχήστρα λειτουργεί ως επέκταση του σώματός του, το μπεντίρ γίνεται ο χτύπος ο αγωνιώδης της καρδιάς του, τα λαούτα ο λεκτικός παλμός του, η λύρα του ο τρόπος να γράφει γράμματα στη γνωστή-άγνωστη αγαπητικιά του. Έντονη εμπειρία, την οποία δεν μπορείς να παρακολουθήσεις μέχρι τέλους. Πολλές φορές νιώθεις ότι θα κόψει τη χορδή-ζωή στη μέση. Καταστρατηγώντας την «αρμονία», ο Ψαραντώνης ανακαλύπτει πάλι τον άνθρωπο, πηγαίνοντας παρακάτω τη μουσική παράδοση μέσα από την οποία υπηρετεί κυρίως την αισθητική του. Θυμίζει τον άνθρωπο της κρητικής αναγέννησης που, έχοντας εμπιστοσύνη στις δυνατότητές του μα και τον απαραίτητο εγωισμό, βάζει στο κέντρο της προσοχής του τη φύση και την ανθρωπότητα, για να φτιάξει μια καλύτερη κοινωνία. Δεν είναι τίποτε άλλο από τον άκρατο οίνο που ήπιαν τόσο οι Έλληνες, όσο και οι Ενετοί.
Ναι, το παρακάνει και μας αρέσει. Είναι ανάγκη να είναι ο εαυτός του –και δική του και δική μας. Υπό τον ήχο του μπεντίρ-εραστή, η μανιώδης κορύφωση όλων των κομματιών του οδηγεί σε ένα ξαφνικό ξεψύχισμα: όλοι σταματούν να παίζουν εκτός από τον ίδιο, που τελειώνει με ένα μακρόσυρτο σόλο. Σαν τον τελευταίο σπασμό του οργασμού ή τον τελευταίο ασπασμό στη ζωή, σαν να χάνεσαι στην τρύπα, σαν να βρίσκεσαι στην πόρτα του Άδη ζωντανός και σώος –για μία ακόμη φορά νικητής της ζωής.
Ο σκληρός του ήχος ταιριάζει στην ευαισθησία με την οποία προσεγγίζει τον άνθρωπο που υποφέρει: «Κοιμήσου εσύ που ξαγρυπνάς». Ο Ψαραντώνης συμμετέχει με σύγκορμη συγκίνηση σε κάθε μουσική και λεκτική φράση.
{youtube}hpj9P2GjXDs{/youtube}