Δεν είναι και μικρό πράγμα να γιορτάζεις πέντε δεκαετίες στη μουσική, ως δημιουργός. Και μάλιστα δεκαετίες μέσα στις οποίες η καλλιτεχνική αναγνώριση υπήρξε σταθερή και η αγάπη εκ μέρους του κόσμου μεγάλη. Αυτή λοιπόν η αγάπη εκφράστηκε με τον πιο δυνατό τρόπο κι από την πρώτη στιγμή στο κατάμεστο Half Note τη Δευτέρα βράδυ –μέρα που δεν περιμένεις να δεις τόσο κόσμο. Κι αν η πλειονότητα αυτού κυμαινόταν σε σχετικά μεγαλύτερες ηλικίες, δεν ήταν καθόλου αμελητέο το ποσοστό νεώτερων θεατών, γεγονός που αποδεικνύει ότι η μουσική του Νότη Μαυρουδή, εκτός από συνέπεια, έχει και συνέχεια.
Με συνέπεια λοιπόν, ο σημαντικός δημιουργός παρουσίασε στο Half Note ένα τρίωρο πρόγραμμα βασισμένο στο σύνολο της πορείας του, όπου το παρόν διαδέχονταν το παρελθόν και αντίστροφα. Τον “Λατίνο Εραστή” ακολούθησε έτσι το “Άκρη Δεν Έχει Ο Ουρανός”, οι “Παλιές Καταπακτές” –από τη μόλις προ λίγων μηνών νέα δισκογραφική του δουλειά– κόλλησαν δίπλα σε “Μια Ιστορία Από Τον Πόλεμο”, ενώ “Η Ρόζα Η Μαρίκα Και Η Φλέρυ”, μαζί με την ιστορία της Στέλλας Χασκήλ, αναμετρήθηκαν με το “Πρωινό Τσιγάρο”.
Οι τελευταίες βέβαια δουλειές του Μαυρουδή υπολείπονται των ξεχωριστών καταθέσεων του παρελθόντος. Εξακολουθούν, όμως, να είναι γεμάτες λόγια και μελωδίες που ίπτανται του μέσου όρου και προσφέρουν τροφή στο μυαλό μα και την καρδιά. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι και οι πιο μέτριες στιγμές του συνθέτη διακρίνονται για την ενορχήστρωσή τους, πίσω από την οποία κρύβεται η τεράστια δεξιοτεχνία του στην κιθάρα. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι, παρέα με δύο ακόμα εξαιρετικούς μουσικούς –τον Γιώργο Τοσικιάν στην κιθάρα και τον Μάνο Αβαράκη στις φυσαρμόνικες και στα πνευστά– ο Μαυρουδής κατάφερε να δώσει ζωντάνια ακόμα και σε στιγμές συνθετικά αδύναμες, έως και αδιάφορες.
Και φυσικά ήταν και η Γιώτα Νέγκα, η οποία έλαμψε με την ερμηνεία και με την παρουσία της ως η πρώτη καλεσμένη στη σειρά εμφανίσεων που έχει ανακοινώσει ο Μαυρουδής στο Half Note τις Δευτέρες. Η Νέγκα στάθηκε αντάξια καλούμενη να ερμηνεύσει πολλά από τα κλασικά του τραγούδια του, έβαλε δε σε όλα τη δικιά της σφραγίδα. Γι’ αυτό και είδαμε ενθουσιώδεις αντιδράσεις εκ μέρους του κόσμου μετά από κάθε της σχεδόν ερμηνεία. Γι’ αυτό και στα “Φώναξέ Με, Αγάπη”, “Ζεϊμπέκικος Αμανές”, “Κάθε Μια Νύχτα”, “Ειν’ Αβάσταχτο Να Φεύγεις” και “Ίσως Φταίνε Τα Φεγγάρια”, το συναίσθημα και η δύναμη που απέπνεαν κάνανε το κοινό να περνά από τον βουβό θαυμασμό για τη μυσταγωγία που ζούσε σε βροντερές επευφημίες για το ευφάνταστο αποτέλεσμα.
Η Νέγκα ισορρόπησε λοιπόν θαυμάσια, αναδεικνύοντας τόσο τον λυρισμό όσο και τη λαϊκότητα που διακρίνει τα τραγούδια του Μαυρουδή. Επίτευγμα που δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι κατάφεραν οι δύο νέοι ερμηνευτές, οι οποίοι συμπλήρωναν το ερμηνευτικό κομμάτι. Τόσο ο Χρήστος Κωνσταντόπουλος όσο και η Σοφία Ανδριανού προσπάθησαν με αξιοπρέπεια και με σθένος να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις –και μέχρι έναν βαθμό απέδωσαν. Δεν μπόρεσαν, ωστόσο, να αναδείξουν όλες τις αποχρώσεις των κομματιών που είπαν ή να δώσουν μία συνολικά σημαντική ερμηνεία, που θα τα απογείωνε. Δεν είναι βέβαια αμελητέο να σε επιλέγει ο ίδιος ο Μαυρουδής, ούτε και το να στέκεσαι δίπλα στη Νέγκα στη σκηνή. Δεν δικαιολογείται όμως η υπερβολή και ο περιττός στόμφος στην ερμηνεία, ειδικά όταν δεν μπορεί να υποστηριχθεί ουσιαστικά.
Στο τέλος της συναυλίας όλοι οι συντελεστές μας χαιρέτησαν με τρόπο γλυκό και ζεστό, τραγουδώντας χορωδιακά –μαζί με ολόκληρο το Half Note– το “Πρωινό Τσιγάρο”. Σε ένα απαραίτητο encore, το οποίο έκλεισε μια βραδιά γεμάτη με ειλικρινή και δυνατά συναισθήματα.