Επίσημη πρώτη ήταν το Σάββατο το βράδυ για τα τραγούδια της Μαρίας Πανοσιάν από τον δίσκο Πατώματα Βρεγμένα. Ο χώρος του Baumstrasse άνοιξε τις «πύλες» του εκεί γύρω στις 10, ώστε να υποδεχτεί τον κόσμο του και τον κόσμο της. Η νεαρά δημιουργός εμφανίστηκε λίγο μετά τις 11, εμφανώς τρακαρισμένη μα καταφανώς χαρούμενη, μπροστά σε ένα κοινό που την υποδέχτηκε με ζεστό χειροκρότημα.
Έχοντας ακούσει από πριν τα τραγούδια του δίσκου και όσο αυτά κυλάγανε κατά τη διάρκεια της συναυλίας, αντιλήφθηκα ότι αποκτούσαν μεγαλύτερο εύρος και υπόσταση στη live εκδοχή τους. Ειδικότερα στην αρχή, ο ρυθμός και τα ηχοχρώματα των λυρικά ηλεκτρισμένων μελωδιών που αναδύονταν από το αρμόνιο της τραγουδοποιού, έδειχναν να υπόσχονται πολλά για έναν κόσμο ο οποίος χτυπά κατευθείαν στα ενδότερα στρώματα της μουσικής σου αναζήτησης. Έχουν να πουν πράγματα οι μουσικές της Πανοσιάν και από ότι φαίνεται έρχονται να πάρουν χαρτάκι προτεραιότητας σε μία ουρά που τη στοιχειοθετούν μουσικοί των ίδιων ευαισθησιών και του ίδιου λεκτικού κώδικα.
Τα μπάσα είχαν συντονιστεί με την εσωτερική παλινδρόμηση των ζωτικών μας οργάνων όσο ο ήχος από το τσέλο του Σταύρου Παργινού και οι πρωτόλειες νότες από το αρμόνιο της Πανοσιάν προσπαθούσαν να ισορροπήσουν τον βόμβο στο Baumstrasse. Τα visuals της Μαριλένας Σοφοκλέους δημιουργούσαν εντωμεταξύ το κατάλληλο κινούμενο γκράφιτι, ώστε να προσπελαστούν ακόμα περισσότερο οι νότες ενός ήχου που κάποιες φορές μοιάζει άπιαστος και ανοίκειος. Η φωνή της Πανοσιάν ακούγεται εύθραυστη και φοβισμένη. Τα λόγια που απαγγέλλει –άλλοτε με θεατρικότητα κι άλλοτε με εφηβική λύπη– μπαίνουν σφήνες στο σκληρό μουσικό περιβάλλον που έχτισε νότα τη νότα.
Όσο περνάει η ώρα και φτάνουμε προς το τέλος, η ένταση και επιθετικότητα των μελωδιών της καταλαγιάζουν. Κάπου εκεί θέλησε να πει, με τον δικό της τρόπο, αυτό το μεγαλειώδες τραγούδι του Ξαρχάκου και του Γκάτσου, το “Μάνα Μου Ελλάς”. Κατά τη γνώμη μου δεν τα κατάφερε να δώσει μία ενδιαφέρουσα διασκευή, αλλά και μόνο ότι βρήκε χώρο στο πρόγραμμά της για να επαναφέρει στη σκέψη μας τη νομοτέλεια αυτού του τραγουδιού, ήταν μια πράξη άξια προσοχής. Ένα ηλεκτρονικό βαλσάκι φέρνει κατόπιν κατά νου της αγγελοπουλικές μελωδίες της Καραΐνδρου και σιγά-σιγά καταλαγιάζει τη διάθεση ημών και υμών. Encore και γλυκιές ευχαριστίες. Κι ένα «ουφ» σαν να βγαίνει από τα χείλη της. Αναστεναγμός αγωνίας ήταν και μιας ανάγκης να επαναλάβει με βέβαιη μαζοχιστική διάθεση το μουσικό της μαρτύριο.
Το project της Μαρίας Πανοσιάν είχε λοιπόν ζουμί, κυρίως γιατί η μουσική της έχει ζουμί. Φεύγοντας προς την έξοδο θέλεις να την ξαναδείς. Το άγχος της και το τσαλαβούτημά της στην πρώτη παρουσίαση του έργου της κάποιες φορές δεν την άφησαν να δέσει το γλυκό της. Θέλεις όμως να την ξαναδείς γιατί αντιλαμβάνεσαι ότι μπροστά σου συστήνεται μία καλλιτέχνης η οποία έχει καταφέρει να αφουγκραστεί πολλά. Δημιούργησε προσμονή η Πανοσιάν στο Baumstrasse για την καλλιτεχνική της διαδρομή. Κι εσύ δεν έχεις παρά να την περιμένεις με αγωνία την επόμενη φορά, για να αναδείξει την ομορφιά του πιο σκοτεινού και υγρού δρόμου όπου βρέθηκες χωμένος να ασφυκτιάς, μέσα σε αυτήν την παρακμάζουσα πόλη.