Πολλές φορές, η μνήμη παίζει παράξενα παιχνίδια. Το ίδιο και η περίσταση. Και ο χώρος. Αφού λοιπόν συνωστίστηκα την Τετάρτη το βράδυ με μυριάδες οπαδούς του Γιάννη Πάριου, που είχαν σχηματίσει μια ιδιότυπη «πορεία» από το Μετρό μέχρι την είσοδο του Μεγάρου Μουσικής, αφού συνάντησα δεκάδες χαμένους θεατές που έψαχναν εναγωνίως την όπερα του Μεγάρου για τη σημαίνουσα (όντως) παράσταση της Καμεράτα, κατέληξα στην «ταπεινή» αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος. Η πρώτη μου έκπληξη ήταν ότι υπήρχε πολύς κόσμος. Κι αυτό το βρήκα σημαντικό. Δεν είναι δεδομένο ότι –ειδικά όταν υπάρχουν άλλες δύο συναυλίες με μεγάλο εμπορικό ενδιαφέρον– η αίθουσα θα γεμίσει. Αλλά η αίθουσα σχεδόν γέμισε και μάλιστα από ένα ενθουσιώδες κοινό, ιδιαίτερα φιλικό προς τον Νίκο Λαάρη, τον πιανίστα που αυτό τον καιρό διαμένει στην Ολλανδία, σπουδάζοντας διεύθυνση ορχήστρας.
Η όλη βραδιά ήταν αφιερωμένη στις παραλλαγές, δηλαδή σε τρία κομμάτια που είχαν αναφορά σε μια γνωστή ή λιγότερο γνωστή μελωδία, η οποία τίθεται σε επεξεργασία από τον εκάστοτε συνθέτη. Αρχικά ακούσαμε το πασίγνωστο πιανιστικό έργο του Μότσαρτ Δώδεκα Παραλλαγές Σε Ντο Μείζονα Πάνω Στο Γαλλικό Τραγούδι «Ah! Vous dirai-je, maman», Κ 300e. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από 12 παραλλαγές πάνω σε ένα γαλλικό τραγούδι, που στην Ελλάδα έχουμε μεταφράσει ως “Φεγγαράκι Μου Λαμπρό”. Στην ερμηνεία του Λαάρη μου έκανε εντύπωση η διακριτική και προσεκτική χρήση του πεντάλ, οι κοφτές φράσεις του –ανέδιδαν μια λανθάνουσα βιαιότητα– και η έντεχνη αποστασιοποίηση που πρόδιδε(;) έναν φόβο προς το εκτελούμενο έργο: σαν να κρατάς στα χέρια σου ένα πολύτιμο κρυστάλλινο ποτήρι, το οποίο δεν θες να σπάσεις. Στο συγκεκριμένο έργο, ο Λαάρης δεν πήρε τον χρωστήρα του αλλά το πενάκι του, σχεδιάζοντας με τα χρώματα του κλαβιέ τα ασπρόμαυρα σκίτσα του. Και πολύ απόλαυσα αυτή την απλότητα.
Στο δεύτερο κομμάτι της συναυλίας, το Δεκαπέντε Παραλλαγές Και Φούγκα Σε Μι Ύφεση Μείζονα, έργο 35 «Παραλλαγές Eroica» του Μπετόβεν, εντύπωση μου έκανε η ορθή χρήση των αντιθετικών, πολλές φορές, χρωματισμών. Οι οποίοι δόθηκαν με ακρίβεια, αποδίδοντας αποτελεσματικά την εσωτερική ένταση της μουσικής. Ως τρίτο κομμάτι, ο Λαάρης επέλεξε το εξαιρετικό έργο του (εν ζωή) Ελληνοαμερικάνου συνθέτη Γιώργου Τσοντάκη Παραλλαγές Φάντασμα (Ghost Variations), που πραγματεύεται και επεξεργάζεται το θέμα του Μότσαρτ από το τρίτο μέρος του Κοντσέρτου για πιάνο Κ 482. Το συγκεκριμένο έργο είχε προταθεί για βραβείο Grammy το 1998, στην κατηγορία της καλύτερης κλασικής σύνθεσης. Τυχαίνει δε να είναι ένα από τα αγαπημένα μου έργα για πιάνο και βρήκα ότι ερμηνεύτηκε από τον Λαάρη με δυναμισμό και με εξωστρέφεια.
Και μια τελευταία «εξωμουσική» παρατήρηση: δεν έχω δει πολλούς ερμηνευτές να προσεγγίζουν σωματικά το πιάνο με τέτοια ευαισθησία. Ο σχετικά υψηλόσωμος Νίκος Λαάρης ανέδιδε άνεση και ευγένεια στο πέρασμά του από τη σκηνή.