Ήμουν κάπως επιφυλακτική για το live της Τετάρτης. Αγαπώ πολύ και τον Μάνο Χατζιδάκι και την τζαζ, δεν ήμουν όμως σίγουρη ότι θα ταίριαζαν οι δυο τους. Παρόλα αυτά, δεν τα πήγε καθόλου άσχημα ο Δημήτρης Καλαντζής στους πειραματισμούς του και η βραδιά κατέληξε έτσι να κυλάει και γρήγορα μα και ευχάριστα.
Συνεπέστατα –με βάση την ώρα έναρξης– λίγο μετά τις 22.30, ο Καλαντζής πήρε το υπόλοιπο κουαρτέτο του, το ανέβασε στη σκηνή του Half Note και υποσχέθηκε να μας δείξει πώς οι δύο αυτοί δρόμοι μπορούσαν να τμηθούν. Είχα αγωνία να δω αν θα μπορέσω να αναγνωρίσω τις μελωδίες του Χατζιδάκι και χαιρόμουν όταν δυσκολευόμουν: σήμαινε ότι οι μουσικοί που είχα μπροστά μου πήγαν τη μουσική ένα βήμα παραπέρα, δεν εγκλωβίστηκαν στις αναγνωρίσιμες, αγαπημένες αλλά και χιλιοακουσμένες μελωδίες του κορυφαίου συνθέτη. Παρόλα αυτά, όσο κι αν «πείραξαν» τις συνθέσεις, ο σεβασμός που έδειξαν στη διάρκεια των διασκευών ήταν καταφανής και τους επικροτώ γι’ αυτό.
Η αρτιότητα και ο επαγγελματισμός των μουσικών φάνηκε άλλωστε από τις πρώτες κιόλας νότες. Μου άρεσε που ο Δημήτρης Καλαντζής είχε τοποθετήσει το πιάνο του στην άκρη της σκηνής, δίνοντας όλον τον κυρίαρχο χώρο στους νεότερους, χωρίς να παραλείπει να τους παρουσιάζει κιόλας κάθε λίγο, ώστε να ξέρουμε με ποιους έχουμε να κάνουμε. Ο ίδιος δεν χρειάζεται βέβαια ούτε συστάσεις, ούτε επισημάνσεις της απόδοσής του –και απ’ ότι φαίνεται το ξέρει.
Ο Ανδρέας Πολυζωγόπουλος ήταν αυτός που κυριάρχησε στη σκηνή κατά την άποψή μου, αλλάζοντας δεξιοτεχνικά τρομπέτα και φλούγκελχορν, εκτελώντας άψογα τις παρτιτούρες του, αλλά και δείχνοντας να απολαμβάνει πραγματικά ό,τι κάνει. Ο Τάκης Πατερέλης, από την άλλη –παρά την καθοριστική συμβολή του σαξοφώνου του– φάνηκε αρκετά διεκπεραιωτικός. Σε κάποιες μάλιστα στιγμές μου έδινε την εντύπωση ότι ίσως και να βαριόταν: δεν μου άρεσε, για παράδειγμα, να τον βλέπω με τα χέρια στις τσέπες όταν δεν συμμετείχε σε κάποιο κομμάτι, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που βρέθηκε με γυρισμένη την πλάτη στο κοινό, άστοχα. Στα ντραμς μεγαλούργησε ο Αλέξανδρος Κτιστάκης με πολλά σόλο σε όλο το πρόγραμμα, τα οποία κι έδεναν απόλυτα μαζί του, παρά τον σκληρό τους ήχο. Βρήκα πολύ συνετό το γεγονός ότι απέφυγε τις πολλές κυμβαλοκρουσίες και τον θορυβώδη ενθουσιασμό τους και προτίμησε να δείξει το ταλέντο του στα δύσκολα τύμπανα. Είναι πολύ τυχερός ο Καλαντζής να τον έχει πλάι του και να του κρατάει τόσο σωστά τον χρόνο. Ο πέμπτος του σχήματος τώρα, ο κοντραμπασίστας Γιώργος Γεωργιάδης, αναδείχθηκε στην ήρεμη δύναμη της βραδιάς: προσέθετε σε κάθε κομμάτι την πινελιά του, μ’ αυτό το τόσο διακριτικό αλλά παράλληλα σπουδαίο όργανο, δένοντας όλες τις υπόλοιπες μελωδίες στο πολύ όμορφο συνολικό αποτέλεσμα.
Όσον αφορά στα κομμάτια αυτά καθ’ αυτά, άφησα πίσω μου τη γνωστότερη “Μπαλάντα Των Αισθήσεων Και Των Παραισθήσεων” και στάθηκα περισσότερο στην εξαιρετική εκτέλεση στο “Τραγουδιού Του Δρόμου” και στην πολύ όμορφη “Θάλασσα Πλατιά”.
Ήταν μια πραγματικά καλή παράσταση και αξίζει να τη δει κανείς. Αφού έφυγα και αφού το σκέφτηκα πολύ, όμως, κατέληξα στο ότι ο Χατζιδάκις έφτιαξε όλα αυτά τα αριστουργήματα τόσο τέλεια, ώστε οτιδήποτε άλλο φαίνεται να περιττεύει. Άδικη, βεβαίως, η σύγκριση, γι’ αυτό και δεν μπήκα σε μια τέτοια διαδικασία, αφού σίγουρα και οι επί σκηνής και οι θαμώνες αντιλαμβάνονται το ανυπέρβλητο του καλλιτέχνη. Απλώς απόλαυσα λοιπόν ό,τι που μου πρόσφερε το κουιντέτο του Δημήτρη Καλαντζή, χωρίς πολλές ερωτήσεις και απορίες.