Ήταν μια δύσκολη μέρα για τον ελληνικό πολιτισμό η Τετάρτη, σημαδεμένη από την απώλεια του Θόδωρου Αγγελόπουλου το βράδυ της προηγουμένης. Ο κόσμος που έφτασε στο θέατρο Badminton για το αφιέρωμα στον Νίκο Γούναρη ανταποκρίθηκε έτσι στην παράκληση των συντελεστών της παράστασης, όταν εκείνοι εμφανίστηκαν στη σκηνή, για να κρατηθεί σιγή ενός λεπτού για τον αιφνίδιο θάνατο του σκηνοθέτη.
Τα φώτα στη συνέχεια χαμήλωσαν και ο τοίχος φωτίστηκε από τη μορφή του Νίκου Γούναρη, σε κινηματογραφικό απόσπασμα από την εποχή που μεσουρανούσε στο ελληνικό τραγούδι. Όσο τον έβλεπα να τραγουδά, η σκέψη μου πήγε σ’ εκείνο το σχόλιο του Τσιτσάνη, που ακόμα συζητιέται στους κύκλους των μουσικόφιλων: «Όσο υπάρχει Γούναρης δεν μπορεί το λαϊκό να σηκώσει κεφάλι». Έτσι είχε πει ο Τσιτσάνης, συμπυκνώνοντας μέσα σε μία και μόνο φράση την υποτιθέμενη μουσική «αντιπαράθεση» του λαϊκού με το ελαφρό τραγούδι, που έγινε –κατά ένα μέρος– έδαφος για να καταγραφούν στη δισκογραφία διαχρονικά τραγούδια και στα δύο μετερίζια, για περισσότερα από δέκα χρόνια.
Τον συλλογισμό μου διέκοψαν δυο παρέες νέων, με παρουσιαστικό, τρόπους και λεξιλόγιο των 1950s, που πέρασαν από την πλατεία του θεάτρου στη σκηνή, καταστρώνοντας σχέδια για μια εκδρομή στου Φιλοπάππου. Ήταν η ομάδα P.M.T.P Company της Σίας Κοσκινά, η οποία επένδυσε χορευτικά –και τραγουδιστικά σε κάποια σημεία– το αφιέρωμα στον Γούναρη. Από την παρέα αυτή ξεχώρισε ο Χάρης Μακρής και η εντυπωσιακά καθαρή ερμηνεία του στο “Ο Κόσμος Άλλαξε Άλλαξαν Οι Καιροί”, το πρώτο τραγούδι της παράστασης. Τότε ήταν που πρόσεξα και την πολυμελή Athens Chamber Orchestra, η οποία κράτησε τον πήχη ψηλά, επιχειρώντας άρτιες και άκρως ενδιαφέρουσες ενορχηστρώσεις υπό τη διεύθυνση του Απόλλωνα Κουσκουμβεκάκη.
Μετά τη μικρή συμμετοχή της Ανδριάνας Μπάμπαλη με ένα τραγούδι, ο Μπάμπης Τσέρτος και ο Κώστας Μακεδόνας ερμήνευσαν –ο καθένας με τον δικό του τρόπο– τα τραγούδια που έκαναν το όνομα του Γούναρη γνωστό για περισσότερα από 60 χρόνια. Ήταν εμφανής η τριβή τους με το ιδιότυπο ύφος του Γούναρη, το οποίο έχουν άλλωστε προσεγγίσει δισκογραφικά και οι δύο, δουλεύοντας σε επανεκτελέσεις των εξευρωπαϊσμένων αλλά και των πιο λαϊκότροπων τραγουδιών του δημοφιλούς τροβαδούρου. Ο Μακεδόνας ευχαρίστησε μάλιστα και τον παραγωγό του, τον βετεράνο Γιώργο Μακράκη, για την επιμονή του να στήσουν έναν δίσκο με τραγούδια του Γούναρη. Τυχερός ο Μακεδόνας, τόλμησα να σκεφτώ, που αξιώθηκε να συνεργάζεται μ’ έναν άνθρωπο που έχει ορίσει το σκηνικό του λαϊκού τραγουδιού για αρκετές δεκαετίες, μανατζάροντας τη Μοσχολιού και τόσους άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες.
Τα τραγούδια διαδέχονταν το ένα το άλλο, ο κόσμος τραγουδούσε και φώναζε τους τραγουδιστές με το μικρό τους όνομα κι όμως κάτι δεν άφηνε το σύνολο να δέσει. Ίσως να έφταιγε ο αναποφάσιστος φωτιστής, ο οποίος έριχνε φως στην πλατεία σε ανύποπτες στιγμές μα άφηνε στο σκοτάδι τους σολίστες που υποκλίνονταν μετά από ένα σόλο, δίνοντας την εντύπωση ότι δεν κατέχει το πρόγραμμα της παράστασης. Ίσως πάλι να έφταιγαν τα μεγάλα κενά μεταξύ των τραγουδιών, με τον κόσμο να παρακολουθεί στη σιωπή τον ένα τραγουδιστή να φεύγει και τον άλλο να έρχεται, ή η επιλογή των εικαστικών που προβάλλονταν στο πανί στη διάρκεια της βραδιάς: παιδεύτηκα πολύ μήπως καταλάβω πώς η θεματολογία «vintage housewives» του οπτικού υλικού συνδέεται με το έργο του Γούναρη, αλλά και γιατί δεν πρόσεξε κανείς ότι ο προτζέκτορας έγερνε ελαφρώς προς τα δεξιά... Κορυφαία στιγμή της εικονογράφησης ήταν πάντως η χιτσκοκική επένδυση του αρχοντορεμπέτικου σουξέ “Αυτός Ο Άλλος”, με τη θολή σκιά ενός ευτραφούς περαστικού –προφανώς αυτού του άλλου– σε ασπρόμαυρη φωτογραφία.
Έφυγα από το θέατρο Badminton με ένα αίσθημα κενού, συνειδητοποιώντας ότι σε ένα μουσικό αφιέρωμα δεν φτάνει μόνο να εξασφαλίσεις καλή ορχήστρα και φωνές. Υπάρχουν τόσα μικροπράγματα που ενδέχεται να αποσπάσουν την προσοχή του θεατή και να προδώσουν την προχειρότητα, τα οποία κάνουν το αφιέρωμα σ’ έναν καλλιτέχνη να απέχει μακράν μιας απλής συναυλίας.