Ο Ives με συγκινεί. Αυτός ο μεταιχμιακός στην εποχή του συνθέτης, που έζησε σε μια γεωγραφική θέση η οποία λειτουργεί ακόμα ως χωνευτήρι μουσικών επιρροών (τις Η.Π.Α.), που μοίρασε με υπερβολή τον εαυτό του ανάμεσα σε δύο αμφιλεγόμενα ως προς τον συνδυασμό τους επαγγέλματα –του ασφαλιστή και του συνθέτη (το δεύτερο ίσως δεν μπορούμε βέβαια να το ονομάσουμε επάγγελμα, καθώς είναι αμφίβολο κατά πόσο ο Iver βιοπορίστηκε από αυτό)– αλλά και που η ίδια η ζωή του διάβηκε το τέλος του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού, μου ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία.
Μα γιατί; Γιατί είναι ευφυής. Δεν πιστεύω ότι η βασική του συνθετική σκέψη είναι πολύπλοκη κι αυτό μου κεντρίζει ιδιαιτέρως την προσοχή. Αντίθετα, η βασική του συνθετική σκέψη είναι απλή. Για παράδειγμα, όταν γράφει ένα κομμάτι για δύο πιάνα, με το ένα να έχει κουρδιστεί με διαφορά ενός τετάρτου του τόνου από το άλλο. Το ηχητικό αποτέλεσμα όμως μιας τόσο απλής σκέψης αποδεικνύεται πολλαπλάσιο της ελάχιστης μεταλλαγής. Και αυτή η μεταχείριση του ελαχίστου κάνει τον Ives ιδιαίτερο.
Δεν έχω να παρατηρήσω κάτι σπουδαίο ως προς τις ερμηνείες των μουσικών του Ελληνικού Συγκροτήματος Σύγχρονης Μουσικής, οι οποίοι έπαιξαν Ives την περασμένη Πέμπτη το βράδυ στο Μέγαρο Μουσικής, υπό τη διεύθυνση του Θόδωρου Αντωνίου. Πέρα από το γεγονός ότι κράτησαν αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού, ενδιαφέρουσα υπήρξε (ως προς το αποτέλεσμα) η συνεργασία της Βίκυς Στυλιανού και του Ανδρέα Ζαφειρόπουλου στο έργο Three Quarter-Tone Pieces για δύο πιάνα και αρκούντως δυναμική η παρουσία της μετζοσοπράνο Μαργαρίτας Συγγενιώτου –ιδιαιτέρως στο Aeschylus and Sophocles για μετζοσοπράνο και ενόργανο σύνολο. Σημαίνουσα, επίσης, η ερμηνεία του ενόργανου συνόλου στο Hallowe’en κι ευχάριστα δυναμικός ο ήχος της Στέλλας Τσάνη (βιολί) στο έργο Σονάτα αρ. 4 για βιολί και πιάνο “Children’s Day at the Camp Meeting”. Ήταν μια συναυλία η οποία κύλησε όμορφα, ενώ διακόπηκε και πολλές φορές από τις χρήσιμες προς το κοινό επεξηγήσεις του Αντωνίου.
Ευχάριστη νότα της βραδιάς, η απουσία της Iwona Glinka (φλάουτο) από τη σκηνή και η εναγώνια προσπάθεια του Αντωνίου να τη βρει στα παρασκήνια. Γενικότερα, από τη σκηνή έλειπε το τόσο παραλυτικό άγχος των μουσικών πριν από την εκτέλεση ενός απαιτητικού ρεπερτορίου, γεγονός που πέρασε και στο κοινό, το οποίο πολλές φορές ανταπαντούσε στις παρεμβάσεις του διευθυντή του συνόλου ανάμεσα στα κομμάτια. Φτιάχτηκε έτσι ένα κλίμα φιλικής συζήτησης και ευχάριστης διάθεσης, το οποίο βοήθησε στην επαφή του κόσμου με τους μουσικούς αλλά και με την ερμηνεία τους στη μουσική του Charles Ives.