Σε ένα κατάμεστο Gagarin, οι Locomondo απέδειξαν για μία ακόμη φορά το Σάββατο το βράδυ γιατί είναι μία από τις καλύτερες ελληνικές live μπάντες, δικαιολογώντας την απήχησή τους στο νεότερο κοινό της χώρας.
Λίγο-πολύ ήξερα τι θα δω πηγαίνοντας ως το 205 της Λιοσίων. Γιατί είναι πολλές οι φορές που τρέχω στους Locomondo για μια ανάσα ξενοιασιάς –και δεν είμαι η μόνη. Η πολυπληθής μπάντα έχει καταφέρει να αποκτήσει ένα πολύ δυνατό και πιστό κοινό, το οποίο ακολουθεί κατά πόδας κάθε τους εμφάνιση. Φαίνεται άλλωστε και από τα διαδραστικά «παιχνίδια» μεταξύ συγκροτήματος και κόσμου, που γίνονται πια αυτόματα, μαρτυρώντας ότι σχεδόν κανείς δεν τους παρακολουθεί για πρώτη φορά.
Τίποτα δεν έγινε τυχαία, όμως: οι Locomondo δεν σταματούν να ψάχνουν τον ήχο τους, παρά τον βασικό, σταθερό άξονα της reggae. Όσο για το τετριμμένο «περνάμε καλά backstage κι αυτό φαίνεται και στη σκηνή», εφαρμόζεται απόλυτα στην περίπτωσή τους: πρόκειται για δεμένο και αγαπημένο γκρουπ –και δεν χρειάζεται να γνωρίζει κανείς προσωπικά κάποιο από τα μέλη για να το καταλάβει, φαίνεται από μακριά. Πέρα από αυτό, η αρτιότητα των μουσικών δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης της ποιότητας των συναυλιών τους. Ίσως όμως αυτό το Σάββατο να έλειπε μια μικροσκοπική σπίθα για να απογειωθεί και αυτή τη φορά η εμφάνισή τους.
Ήταν ακριβώς ένας χρόνος από την προηγούμενη φορά που τους είχα παρακολουθήσει και πάλι στο Gagarin και η άποψή μου παραμένει η ίδια: ακόμα και το πιο αψεγάδιαστο live τους σε κλειστό χώρο, θα ωχριά μπροστά στο κέφι των καλοκαιρινών συναυλιών. Παρόλα αυτά, φέτος τους είδα αρκετά καλύτερους στη μικρή –για τα δεδομένα τους– σκηνή της Λιοσίων. Είχαν βρει ο καθένας τον χώρο του και είχαν εντάξει και συντονισμένα μίνι χορευτικά στο πρόγραμμά τους, πράγμα που με χαροποίησε πολύ, αφού μου έδειξε ότι το δούλεψαν το θέμα. Επιπλέον, ο προσωπικός χρόνος των μουσικών αυξήθηκε, αφού η παρουσίασή τους έγινε σταδιακά, σε όλη τη διάρκεια του προγράμματος –με μικρά δίλεπτα σόλο, προς επίδειξη των ικανοτήτων τους.
Οι εξάρσεις του κοινού, βέβαια, εκδηλώθηκαν σε αναμενόμενα σημεία: το “Πίνω Μπάφους Και Παίζω Pro”, το “Μαγικό Χαλί” και το “Brain Control”, που δεν το ακούμε και πολύ συχνά στα τελευταία live, ήταν εκείνα που προκάλεσαν πανικό. Ήταν και μέρα παρουσίασης, όμως, αφού ακούσαμε για πρώτη φορά δύο νέα τραγούδια: το πρώτο –άκρως επηρεασμένο από την πορεία της οικονομίας– μιλούσε για τον κύριο Κώστα, έναν μικρό μαγαζάτορα με μια μικρή, αλλά τελικά γεμάτη καθημερινότητα. Το δεύτερο ήταν μια σύνθεση του Γιάννη Βαρνάβα με τίτλο “Παράξενες Μέρες”, δεν φάνηκε όμως να κάνει ιδιαίτερη εντύπωση –δυστυχώς επικρατούσε βαβούρα καθ’ όλη τη διάρκεια του κομματιού και μετά βίας μπόρεσα έτσι να ακούσω μερικούς στίχους.
Η τόσο συμπαθητική φιγούρα του Μάρκου Κούμαρη πρωτοστατούσε πάντα πάνω στη σκηνή, αλλά χωρίς να «καπελώνει» κανέναν από τους υπόλοιπους Locomondo. Κάθε τόσο, μάλιστα, έδινε και ντροπαλά pep talks για κουράγιο μέσα σε όλη αυτήν την κατάσταση. Έπιασα τον εαυτό μου να χαμογελάει ασυναίσθητα πολλές φορές και κατάλαβα πως ένα είναι σίγουρο: ό,τι και να συμβεί σ’ αυτήν τη χώρα, πάντα θα υπάρχουν σταγόνες αισιοδοξίας, στη μουσική ή αλλού. Στο χέρι μας είναι να ψάξουμε να τις βρούμε...