Η Καμεράτα είναι ορχήστρα η οποία επιτρέπει στον εαυτό της να προχωρά σε οβιδιακές μεταμορφώσεις, για το καλό το δικό της αλλά και για αυτό των θεατών. Οι μεγάλες προκλήσεις άλλωστε είναι για τους τολμηρούς και, εν γένει σε ένα μουσικό τοπίο που αλλάζει μέρα με τη μέρα, οι όποιες αλλαγές στη νοοτροπία μπορούν να αξιολογηθούν ως θετικές. Πολύ περισσότερο δε όταν μια ορχήστρα μετατρέπεται, μέσα από μια διαδικασία εξπρές, σε μια –κατά το δυνατόν– ερμηνευτική παλέτα έργων εποχής.
Και τι εννοούμε με κάτι τέτοιο; Δεν φτάνει να παίζεις ένα έργο, αν αυτό δεν αποδίδεται με τα όργανα της εποχής στην οποία έδρασε και για τα οποία έγραψε ο συνθέτης του. Η ανάγκη χρησιμοποίησης τέτοιων οργάνων καταγράφηκε πρώτα στο μπαρόκ ρεπερτόριο, με αποτέλεσμα να θεωρούμε πλέον αδύνατον να ακούμε έργα της συγκεκριμένης εποχής χωρίς τη χρήση των αυθεντικών οργάνων. Για παράδειγμα, μπαρόκ βιολί αντί για το μοντέρνο, οπωσδήποτε χρήση του τσέμπαλου έναντι του πιάνου κτλ.
Με σταθερά βήματα, η συγκεκριμένη τάση έχει ήδη αρχίσει να καταλαμβάνει και το ρεπερτόριο της κλασικής περιόδου, αλλά και των επόμενων από αυτήν εποχών. Για παράδειγμα, η χρήση forte-piano (ιστορικού προδρόμου του μοντέρνου πιάνου) για τα έργα της κλασικής περιόδου ή του pleyel (εξέλιξη του forte piano) για την ερμηνεία έργων του Σοπέν, αποτελεί πια κοινό τόπο στις εκτελέσεις. Δεν θα αποτιμήσω όμως εδώ αυτήν την τάση: παρότι ορισμένες φορές υπάρχει και κάποια υπερβολή από τους υποστηρικτές της, θα τη χαιρετήσω εγκαρδίως, καθώς τον τελευταίο καιρό βρίσκει θιασώτες και στην Ελλάδα και μάλιστα με πολύ επαρκή τρόπο.
Εν προκειμένω, την Πέμπτη στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών ακούσαμε –για πρώτη φορά από ελληνική ορχήστρα, αν θυμάμαι καλά– έργα Μπετόβεν με τη χρήση οργάνων εποχής. Αν κάποιος αναλογιστεί το εγχείρημα, το αποτέλεσμα ήταν θετικό. Κι αν στην ερμηνεία της 7ης Συμφωνίας διεφάνη ένα κάποιο άγχος, μια διστακτικότητα και μια έλλειψη ισορροπίας, στο δεύτερο μέρος της συναυλίας οι παραπάνω παραφωνίες εξέλιπαν. Το μπαλέτο του Μπετόβεν Τα Πλάσματα του Προμηθέα είχε εξαιρετικές στιγμές, ισορροπημένες αποδόσεις και ενδιαφέρουσες ηχοχρωματικές αναλογίες, οι οποίες αναδείχθηκαν με την ορθή χρήση των οργάνων εποχής αλλά και από την ορθή καθοδήγηση του μουσικού διευθυντή της ορχήστρας, Γιώργου Πέτρου. Μιλούμε κυρίως για τη χρήση των ξύλινων πνευστών αλλά και για τον υπέροχο ήχο της αυθεντικής άρπας Erard του 1802, που ακούσαμε προσφυώς ερμηνευμένα από τους αντίστοιχους εκτελεστές. Όργανα τα όποια έδωσαν μια άλλη πτυχή της συνθετικής σκέψης του Μπετόβεν, ίσως και αυτήν που πλησιάζει περισσότερο στην αλήθεια του. Με ξένισε μόνο το ολιγομελές σχήμα της ορχήστρας, αλλά κι αυτό είναι συζητήσιμο.
Για τη χορογραφία που επιμελήθηκε η Ιωάννα Πορτόλου και προκάλεσε πολλά αμφίθυμα συναισθήματα στο κοινό, έχω να παρατηρήσω το εξής: μου άρεσε πολύ η όλη ιδέα της επαναληπτικότητας και της εκμάθησης μιας νέας γλώσσας, μιας γέννας ενός Νέου ανθρώπου, μέσα από τη διαδικασία του κάματου, της ανακάλυψης, της σύγκρουσης των ανθρώπων/προβάτων των σπηλαίων έναντι του όποιου Προμηθέα ο οποίος φέρνει έναν νέο πολιτισμό, του πειθήνιου με το αυτεξούσιο, του ενστίκτου με τη λογική. Δεν ξέρω αν αυτές ήταν οι προθέσεις της χορογράφου, πάντως εγώ έτσι εξέλαβα τα όσα έβλεπα. Επίσης βρήκα ενδιαφέρουσες και τις διονυσιακές/οργιαστικές στιγμές του ακατάπαυστου χορού από τέσσερις πραγματικά αξιοθαύμαστους χορευτές.
Όμως, μου συνέβη το εξής: γέμισα από πληροφορίες τις οποίες δεν μπορούσα να επεξεργαστώ. Από τη μία, η μουσική που δεν ήταν καθόλου απλή και απέριττη, από την άλλη η αρκετά βεβαρημένη χορογραφία, είχε ως αποτέλεσμα όταν εστίαζα στη μουσική να ξεχνώ το μπαλέτο, όταν δε εστίαζα στο μπαλέτο να μην μπορώ να παρακολουθώ πια τη μουσική. Και επειδή τη μουσική δεν μπορείς να την αλλάξεις, θα ήταν καλύτερο, ίσως, η ορχηστική προσέγγιση να ήταν πιο λιτή, διατηρώντας εντούτοις το περιεχόμενό της.