Τις προάλλες είχα γράψει για το πόσο ζημιογόνο μπορεί να αποβεί το γεγονός ότι κάποιοι ερμηνευτές συνηθίζουν να αποστασιοποιούνται συναισθηματικά από τα έργα τα οποία παίζουν, με συνέπειες όχι μόνο την οπτική άπωση του ερμηνευτή προς το κοινό, αλλά και την ψυχρότητα κατά την εκτέλεση. Αν κάποιος θα μπορούσε να βρει το αντίθετο αυτής της αποστασιοποίησης στον ελληνικό χώρο, εύκολα θα κατέληγε στο Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο, καθώς συνδυάζει τόσο το στοιχείο της συναισθηματικής σύνδεσης με το εκτελούμενο έργο, όσο και την απαραίτητη τεχνική.
Το παραπάνω στοιχείο είναι αναγκαίο όταν κάποιος προσεγγίζει έργα της περιόδου του Ρομαντισμού, έργα απαιτητικά τόσο ως προς τον βαθμό της τεχνικής δυσκολίας, όσο και ως προς το ζήτημα της ερμηνευτικής απόδοσης ακραίων μα και αλληλοσυγκρουόμενων ψυχοσυναισθηματικών μουσικών τοπίων. Σε αυτούς τους δύο λοιπόν τομείς νομίζω ότι και το Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο και ο πιανίστας Τίτος Γουβέλης μπόρεσαν να κινηθούν με την απαραίτητη ευελιξία και αποτελεσματικότητα, στη συναυλία που έδωσαν την περασμένη Πέμπτη στο Ίδρυμα Θεοχαράκη.
Εν προκειμένω, η ερμηνεία στο Κουιντέτο για πιάνο και κουαρτέτο εγχόρδων σε μι ύφεση μείζονα, έργο 44 του Robert Schumann –με το οποία και ξεκίνησε η βραδιά– ήταν όμορφη, με συναρπαστικές στιγμές και με ποικίλες και επιτυχείς αυξομειώσεις έντασης, αλλά και ψυχοσυναισθηματικών δεικτών. Το μόνο μελανό σημείο ήταν κάποια έλλειψη ομοιογένειας μεταξύ των εγχόρδων κατά στιγμές, μια ελάχιστη απόκλιση στο ύφος παιξίματος μεταξύ των ερμηνευτών.
Στη συνέχεια, η ερμηνεία του έργου του Johannes Brahms Κουιντέτο για πιάνο και κουαρτέτο εγχόρδων σε φα ελάσσονα, έργο 34 στάθηκε κατά την ταπεινή μου άποψη η πιο ξεχωριστή στιγμή του Νέου Ελληνικού Κουαρτέτου, που –σε συνεργασία βέβαια με τον Γουβέλη– είχε νομίζω μία από τις καλύτερες αποδόσεις του σε αυτές τις λίγες εμφανίσεις που το έχω προσωπικά ακούσει από κοντά. Σε ένα (ούτως ή άλλως) επιβλητικό και καθηλωτικό έργο, οι μουσικοί μάς απογείωσαν, ιδιαιτέρως με τα πολύ προσεγμένα crescendi, αλλά και με τη γενικότερη ορθή αναλογία πάθους και τεχνικής ικανότητας. Χαρακτηριστικό αυτού το γεγονός ότι ο Γιώργος Δερμετζής (βιολί), αναγκάστηκε να κόψει κυριολεκτικά στον αέρα –και ανάμεσα στις ελάχιστες παύσεις– τις τρίχες που κρέμονταν από το δοξάρι του, το οποίο έμοιαζε να είχε πάρει φωτιά.
Κρίμα που η μικρή αίθουσα του Ιδρύματος Θεοχαράκη δεν μπόρεσε να αφήσει τον ήχο ενός τόσο στιβαρού μουσικού σχήματος να ακουστεί με την καλύτερη δυνατή απόδοση… Αναμένουμε την επόμενη φορά, σε έναν μεγαλύτερο χώρο.
Οι συντελεστές:
Τίτος Γουβέλης, πιάνο
Γιώργος Δεμερτζής, βιολί
Δημήτρης Χανδράκης, βιολί
David Bogorad, βιόλα
Άγγελος Λιακάκης, βιολοντσέλο