Το σαββατόβραδο ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς: ζεστή, παρεΐστικη ατμόσφαιρα, κρύα μπύρα και διάλογοι από το THX 1138 του George Lucas να μας κρατούν συντροφιά από τον τοίχο όπισθεν της σκηνής του Bios. Η περιέργειά μου να δω live τον King Elephant ήταν μεγάλη, καθώς βρήκα άκρως ενδιαφέρον και καλαίσθητο το ομώνυμο ντεμπούτο άλμπουμ του. Ήθελα λοιπόν να ακούσω και τη «ζωντανή» εκδοχή του.
O King Elephant εμφανίστηκε καταχειροκροτούμενος και απολογούμενος για τη μισάωρη καθυστέρησή του, κερδίζοντας ήδη έναν πόντο –δεν συναντάς κάθε μέρα έναν καλλιτέχνη που θα σου πει «συγγνώμη που άργησα»! Στη σκηνή υπήρχαν ένα σαξόφωνο, ένα σετ τύμπανα, μίκτες, πεταλιέρες κι ένα σωρό κρουστά, από bongos και μαράκες μέχρι και μπουκάλια γεμάτα με ψιλό χαλικάκι. Ο Βασιλιάς Ελέφαντας έσκυψε το κεφάλι και, σαν άλλος εργάτης, έπιασε αμέσως δουλειά.
Τα κομμάτια χτίζονταν με πολλές (μα πολλές!) λούπες, άλλες προηχογραφημένες, και άλλες –οι περισσότερες– φτιαγμένες επιτόπου. Τα κρουστά παίζονταν για ένα-δύο μέτρα και, περνώντας από ένα loop station, έμεναν εκεί, περιμένοντας την επόμενη προσθήκη. Φτιαχνόταν έτσι, σιγά-σιγά, ένα μουσικό μοτίβο που δομούταν και αποδομούταν κατά την κρίση του King Elephant, ο οποίος δεν πατούσε στη γη, αφού τα άκρα του (άνω και κάτω) βρίσκονταν συνεχώς πάνω σε κάποιο πετάλι. Πάνω σε κρουστά λοιπόν, συνοδευόμενος από διακριτικά μπάσα, έπιανε το σαξόφωνό του και το λούπαρε κι αυτό, κάνοντάς το να βγάζει τσιρίδες από οκτάβα σε οκτάβα ή παίζοντας σ’ εκείνο απλά ρυθμικά μοτίβα. Άλλοτε πάλι το άφηνε να μας διηγηθεί γλυκές jazzy ιστορίες, φροντίζοντας πριν να καταλαγιάσει τον μικρό σεισμό που ο ίδιος είχε δημιουργήσει με τους ρυθμούς του. Το ίδιο συνέβαινε και με το Roland του, το οποίο σόλαρε σε πιο acid διαθέσεις, ενώ ήταν υπεύθυνο και για τα βαριά «αστικά» beats που μπλέκονταν με τους ρυθμούς της ζούγκλας, κάνοντας το αποτέλεσμα πιο trip-hop και το κοινό ακόμα πιο ένθερμο.
Στο Bios βρίσκονταν όμως και οι φίλοι του King Elephant, οι οποίοι απέκτησαν ενεργό ρόλο στο live. Όπως διέταξε κι ο ίδιος ο Βασιλιάς: «Θα τραγουδήσετε όλοι!». Πρώτος λοιπόν ήρθε δίπλα του ο Obi Serotone από τους Baby Guru, γενόμενος επί κεφαλής των φωνητικών μερών, γεμάτων reverb, παραμόρφωση και φίλτρα. Έβγαζε κραυγές πρωτόγονες και τις πείραζε ο ίδιος συχνοτικά και χρονικά, φέρνοντας τα κομμάτια κοντά στην ολοκλήρωση. Την ίδια ώρα ο King Elephant τσαλάκωνε πλαστικές σακούλες και χτύπαγε ρυθμικά τα μάγουλά του, γύρναγε μανιωδώς ποτενσιόμετρα και πάταγε κουμπάκια, έβαζε στο παιχνίδι τα τύμπανα (δυστυχώς για πολύ λίγο) και εισέπραττε το χειροκρότημα του κόσμου. Τρεις ακόμα φίλοι ανέβηκαν στη σκηνή («η gay χορωδία», όπως τη χαρακτήρισε ο Obi), τραγουδώντας κομμάτια με πιο συμβατική δομή, τα οποία όμως σε καμία περίπτωση δεν φάνηκαν αντάξια των –έξυπνα δομημένων και με ιδρώτα φτιαγμένων– υπόλοιπων κομματιών του Βασιλιά. Παρόλα αυτά, αποτέλεσαν στιγμές λιακάδας μέσα σε μια τροπική καταιγίδα από κρουστά.
Ο King Elephant ίδρωσε, τα έδωσε όλα και έδειξε να το ευχαριστιέται. Πραγματοποίησε μια απολαυστική εμφάνιση, καλοδουλεμένη και πολυπροβαρισμένη παρά τα ελάχιστα ηχητικά λαθάκια, που έτσι κι αλλιώς αποτελούν συχνά μέρος ενός live. Γι’ αυτό και ο κόσμος φώναζε για την επιστροφή του, όταν πια κατέβηκε από τη σκηνή. Γυρνώντας, ακολουθούμενος από χειροκροτήματα, μας είπε: «ειλικρινά, δεν έχω άλλο όμως», φράση που ακούστηκε ξανά και ξανά. Την είχε ήδη λουπάρει και –μαζί με ένα διαβολικό beat– κήρυξε την αρχή του τέλους μιας βραδιάς η οποία έκλεισε με μια πιο tribal εκδοχή του “Radioactivity” των Kraftwerk. Αφήνοντας πολύ καλές εντυπώσεις και προσδοκίες για ακόμη καλύτερα πράγματα στο μέλλον.