Μυσταγωγική, ελεγειακή, μια δύναμη που σε κάρφωνε στη μητέρα Γη, μόνο και μόνο για να σε οδηγήσει σε σκέψεις υπερβατικές, καθάριες και λυτρωτικές. Περίπου σαν μία εξωσωματική εμπειρία. Κάπως έτσι θα μπορούσε να ειδωθεί η εμφάνιση των Mohammad στο φιλόξενο υπόγειο της Knot.
Ακούσια, τη συγκρίνω με την τελευταία φορά που τους πέτυχα –στο ίδιο μέρος, πριν από περίπου δυο χρόνια. Διαπιστώνω, δίχως ιδιαίτερη προσπάθεια, ότι οι σημερινοί Mohammad λίγη σχέση έχουν με το τρίο των αρχών του 2010. Ναι, και τότε σε υπέβαλλαν σε μία παρόμοιου είδους μυσταγωγία, ναι, πολλά από τα τότε ηχοτοπία ήταν παρόμοιας υφής. Σήμερα όμως ο βηματισμός τους είναι περισσότερο ενιαίος. Πιο σίγουρος και –με το περιττό να απουσιάζει ολοκληρωτικά– πιο ουσιαστικός. Φυσιολογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι στις αρχές του 2010 δεν είχαν καν κυκλοφορήσει τον πρώτο τους δίσκο και τώρα συζητάμε ήδη για τον δεύτερο, το Spiriti.
Τρεις άνθρωποι λοιπόν σε μία, κοινή και ομοούσια, μουσική ανάσα. Νίκος Βελιώτης και Coti K. δονούσαν με τα δοξάρια τους τις χορδές του τσέλο και του ηλεκτρικού κοντραμπάσου αντίστοιχα, με κινήσεις αργές και λεπτομερειακές. Ο ILIOS, όρθιος, λάμβανε στη μικρή κονσόλα που είχε μπροστά του τα σήματα των δύο οργάνων και τα διοχέτευε καταλλήλως στα ηχεία. Τούτη η βασική διεργασία, τούτη ταυτόχρονα και η ουσιώδης διαφορά σε σχέση με το παρελθόν.
Πλέον, ο ILIOS έχει θέσει τις γεννήτριές του σε αργία, Βελιώτης και Coti, έκαναν το ίδιο με τους διάφορους παραμορφωτές που χρησιμοποιούσαν. Οι δύο, απελευθερωμένοι από το έργο της παραμόρφωσης, αισθανόσουν πως ήταν χωμένοι μέσα στα έγχορδά τους και πως αυτό που κινούσε το δοξάρι λίγο γρηγορότερα από το στατικό δεν ήταν το χέρι, μα η ψυχή. Από κοντά κι ο ILIOS, ενίσχυε συχνότητες, τόνιζε τις αρμονικές μεταστροφές, παραμόρφωνε το σήμα, το καθυστερούσε, το διαστρέβλωνε, το χρησιμοποιούσε (αν δεν κάνω λάθος) ακόμη και σαν sample.
Και στο βάθος εσύ. Ως ακροατής, ως τελικός δέκτης, ως μύστης σε μία αρχέγονη ιεροτελεστία. Οι επιβραδυμένοι ρυθμοί σε έδεναν με την κοσμική σου υπόσταση, έφραζες πού και πού την όραση για να ενισχύσεις την ακοή σου. Κι άκουγες· με κάθε κύτταρο του οργανισμού σου, με κάθε εκατοστό του κορμιού σου. Άκουγες, δηλαδή ένιωθες: ένιωθες τις δονήσεις των χαμηλών συχνοτήτων (πεδίο δόξης λαμπρό για τους Mohammad), τους τριγμούς που κάπου-κάπου προκαλούσαν στα τζάμια της Knot, τις νότες να διαδέχονται η μία την άλλη σε μία αέναη κίνηση· σαν μόρια νερού σε ένα αόρατο ποτάμι, τις αισθανόσουν να ξεκινούν από τα έγχορδα, να διαπερνούν την κονσόλα, να κατευθύνονται στα ηχεία κι από τα ηχεία να βουτούν στο δέλτα των αισθήσεών σου. Η μία μετά την άλλη. Αισθανόσουν τη μουσική, την ένιωθες σύγκορμος να ερωτοτροπεί με το ανταριασμένο σου είναι. Τη βίωνες.
Η κάθε αλλαγή σε διαπερνούσε λοιπόν σαν ηλεκτρισμός με μεταβαλλόμενη τάση. Όπως στο “Ez Az Ember”, με τα σπαρασσόμενα κατεβάσματα στην ταστιέρα του Βελιώτη –λες κι οι Λύκοι (στους οποίους συμμετέχει μαζί με τον Coti και τον Αγγελάκα) εμφανίστηκαν ενσώματοι, μεταλλαγμένοι, όχι «ανασαίνοντας», μα αλυχτώντας εξιλεωτικά. Ή όταν στο “Luminus Vuori” το τσέλο έπαιζε επιδέξια το βουκολικό του παιχνίδι ή όταν στο “Kumara”, ένα ηλεκτρονικό πραματάκι χοροπηδούσε δονούμενο στις χορδές του, προσομοιάζοντας τις γεννήτριες του ILIOS…
Θα είχε περάσει μιάμιση ώρα από όταν οι Mohammad ξεκίνησαν ετούτη την ιεροτελεστία, όταν, μετά από το πιο θορυβώδες πεντάλεπτό τους, μετά την τελική κορύφωση, τα φώτα άνοιξαν και σιγά-σιγά επέστρεφες στην πραγματικότητα. Ανεβαίνεις στον δρόμο, ανάβεις τσιγάρο και αίφνης συνειδητοποιείς ότι η όλη διαδικασία λειτούργησε εξαγνιστικά, λυτρωτικά, εξιλεωτικά. Εξ ου και συνάγεις ότι το live των Mohammad ήταν ό,τι καλύτερο είχες παρακολουθήσει τον τελευταίο καιρό. Αλήθεια, πόσες φορές βρεθήκατε τελευταία σε συναυλία και βγαίνοντας να αισθανθήκατε σημαντικά ελαφρύτεροι;