Ήταν μια βραδιά αφιερωμένη στο πρόσωπο και στο έργο ενός από τους πιο αφανείς λαϊκούς δημιουργούς, του στιχουργού Χαράλαμπου Βασιλειάδη, γνωστού και ως «Τσάντα». Παρότι ως αρχική ιδέα μου είχε φανεί εξαιρετική, στην πράξη υπήρξαν βασικές ελλείψεις: αρκεστήκαμε σε μια επιφανειακή προσέγγιση του έργου του δημιουργού, της λογικής «να κάνουμε κέφι», καθώς και σε μια μέτρια εκτέλεση των πιο γνωστών –μόνο– τραγουδιών του.
Καθώς μπαίναμε στο θέατρο Badminton για να βρούμε τις θέσεις μας, ο χώρος μύρισε έντονα Σανέλ No. 5 και απομιμήσεις του. Με μια γρήγορη ματιά συνειδητοποίησα ότι τα τουριστικά πούλμαν που είχα δει νωρίτερα στο προαύλιο είχαν ξεφορτώσει μια στρατιά από ζωηρότατες, αρχοντικές κυρίες, μιας κάποιας ηλικίας. Φυσικά, όπως συμβαίνει συνήθως, η αναλογία «κυρίες/εν ζωή κύριοι» ήταν περί το 5/1. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είχαν διανύσει άγνωστες αποστάσεις για να φτάσουν ως το Badminton και ν’ απολαύσουν μια βραδυά με τραγούδια που συνόδευσαν τη νιότη τους. Άλλωστε, η ζωή και το έργο του Χαράλαμπου Βασιλειάδη τερματίστηκε μόλις το 1970, οπότε ήταν επόμενο να εκδηλωθεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον από το ηλικιακό εκείνο γκρουπ.
Η αίθουσα σκοτείνιασε και εμφανίστηκε το φωνητικό σύνολο Canto, σε μια a capella χορωδιακή προσέγγιση του “Στα Σκαλοπάτια Σου”. Κάποιοι από την ομάδα τραγουδούσαν και κάποιοι παρήγαγαν διάφορους ήχους για να προσομοιάσουν τα όργανα μιας ορχήστρας. Αν και είμαι σίγουρη πως δεν ήταν αυτή η πρόθεση των ανθρώπων του σχήματος, στο σύνολο ακούγονταν σαν να κοροϊδεύουν το τραγούδι.
Στο πεντάλεπτο βίντεο που ακολούθησε, το οποίο προλόγισε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, συνοψίστηκε όλη η ιστορία των επιτυχιών του Τσάντα, με μερικές από τις σπουδαιότερες μορφές του λαϊκού τραγουδιού του περασμένου αιώνα να περνούν μπροστά στα μάτια μας: Μπιθικώτσης, Μπέλλου, Ζαμπέτας, Διονυσίου, Πόλυ Πάνου. Αργότερα, σε επόμενες μονόλεπτες προβολές, ο Γιώργος Παπαστεφάνου και ο Απόστολος Καλδάρας είπαν επίσης δυο λόγια για τον Βασιλειάδη. Ωστόσο, με εξαίρεση την πληροφορία ότι η αδερφή του Τσάντα παντρεύτηκε κάποτε τον δικτάτορα Παπαδόπουλο, δεν ακούσαμε τίποτε καινούργιο, από αυτά που ακούς σ’ ένα προετοιμασμένο αφιέρωμα το οποίο στήνεται για να αναδείξει το τιμώμενο πρόσωπο και το έργο του.
Η Αρετή Κετιμέ και ο Παναγιώτης Λάλεζας άνοιξαν με φανερή αμηχανία τη συναυλία, με χορευτικά τραγούδια όπως “Οι Γλάροι”. Επόμενος στη σκηνή, ο Μπάμπης Τσέρτος μας χάρισε τη σταθερά αξιοπρεπή του ερμηνεία τόσο σε πολύ γνωστά τραγούδια, όπως το “Σιγανοψιχάλισμα” του Πάνου Γαβαλά, όσο και σε λιγότερο παιγμένα, σαν το “Είσαι Αριστοκράτισσα Κι Ωραία” του Τσιτσάνη. Η ώρα περνούσε κι έφτασε η πρώτη top στιγμή της βραδιάς: ο Βασίλης Λέκκας –για τη συμμετοχή του οποίου στο συγκεκριμένο αφιέρωμα απόρησα, καθώς δεν μπορώ να βρω καμία ιδιαίτερη σύνδεσή του με το λαϊκό τραγούδι γενικώς και το έργο του Βασιλειάδη ειδικώς– ήρθε να δολοφονήσει δίχως οίκτο τον “Ξενύχτη” του Ζαμπέτα και να μιμηθεί τον Τόλη Βοσκόπουλο, ομολογουμένως καλύτερα από τον Ζαχαράτο, τραγουδώντας την “Αγωνία”. Τα γέλια του κόσμου με βεβαίωσαν ότι δεν ήμουν η μοναδική με αυτήν την εντύπωση. Η Γιώτα Νέγκα ήρθε κατόπιν να μας σώσει, τραγουδώντας απλά και όμορφα τις επιτυχίες της Βίκυς Μοσχολιού, ενώ η Μελίνα Κανά ακολούθησε με κάπως υποτονικές και άνευρες ερμηνείες, καθώς το λαϊκό ύφος δεν είναι ακριβώς το στοιχείο της.
Το δεύτερο μέρος άνοιξε ο Κώστας Μακεδόνας, τραγουδώντας μαζί με το κοινό κάποια από τα τραγούδια που μάθαμε ν’ ακούμε με τη φωνή του ίδιου του Ζαμπέτα. Παρότι η δυνατή φωνή του Μακεδόνα κάπως με κούρασε, το κέφι άναψε και γύρω μου έβλεπα ευχαριστημένα πρόσωπα. Το σκηνικό έμελλε ν’ αλλάξει και πάλι με τη δεύτερη, ανατρεπτική εμφάνιση του Βασίλη Λέκκα: απολαύσαμε ένα μουσικοχορευτικό σόου δικής του εμπνεύσεως, ως ερμηνεία του “Άνοιξε Άνοιξε”, το οποίο έχουμε συνδέσει με την αξέχαστη, δωρική μορφή της Σωτηρίας Μπέλλου. Για κάποια από τα σατυρικά τραγούδια του Ζαμπέτα σε στίχους Βασιλειάδη εμφανίστηκε στη συνέχεια ο Γιάννης Ζουγανέλης κι ακολούθησε η Μαριώ, που τραγούδησε ως γνήσια ρεμπέτισσα τα πιο παλιά του Τσάντα, εκείνα που κυρίως συνέθεσε ο Στέλιος Χρυσίνης. Μου φαινόταν κάπως έξω απ’ τα νερά της βέβαια και νομίζω τελικά ότι δεν έχει συνηθίσει να τραγουδά όρθια. Η τελευταία εμφάνιση της συναυλίας ήταν κι η πιο επιτυχής: ο Γιώργος Μαργαρίτης τραγούδησε όπως έπρεπε τα «βαριά» του Σπύρου Περιστέρη κι “Ένας Μάγκας Στο Βοτανικό” έσωσε ό,τι μπορούσε από μια βραδιά χαμένη στη μετριότητα.
Με μαγιά τραγούδια που κουβαλούν τους στίχους του Τσάντα θα μπορούσε κανείς να στήσει όχι μόνο μία, αλλά σειρά συναυλιών, οι οποίες θα ικανοποιούσαν και τον πιο απαιτητικό ακροατή. Αντ’ αυτού –σαράντα χρόνια μετά τον θάνατο του σημαντικού στιχουργού– το πρώτο σχετικό αφιέρωμα προσέγγισε τις μουσικές βραδιές «για όλη την οικογένεια», αυτές που συνηθίζονται στα κρουαζιερόπλοια και στις τηλεοπτικές εκπομπές. Κλείνοντας, με όλο τον σεβασμό που τρέφω για την Τρίτη ηλικία, ήταν μοιραίο να κάνω τη σκέψη πως στόχος της εκδήλωσης ήταν ίσως η ικανοποίηση των –ομολογουμένως μειωμένων– απαιτήσεων των γκρουπ που στρατεύτηκαν για να γεμίσουν το θέατρο και ότι έλειψε έτσι το πραγματικό μεράκι για την ανάδειξη μιας σημαντικής, μα αφανούς, προσωπικότητας του λαϊκού τραγουδιού.