Ώρα εννέα και μισή στο θέατρο Badminton. Τα φώτα της σκηνής άναψαν και είδα την Αρλέτα καθισμένη στη μεγάλη πολυθρόνα της, με την ορχήστρα γύρω της. Η εικόνα μου θύμισε κάπως την εμφάνιση του Solomon Burke στην Αθήνα πριν δύο χρόνια, αν και η προσέγγιση του καθενός στην ακινησία ήταν εντελώς διαφορετική: η Αρλέτα διάλεξε ν’ ανοίξει και να ολοκληρώσει τη συναυλία της σε μια απλή, ξύλινη πολυθρόνα, ενώ τον Burke τον έφεραν στη σκηνή καθισμένο στον χρυσό του θρόνο(!).
Τα πρώτα τραγούδια είναι και από τα τελευταία που δισκογράφησε η Αρλέτα, στο άλμπουμ Και Πάλι Χαίρετε. Αν και η φωνή της δεν είναι τόσο δυνατή όσο παλιότερα, στα δικά μου αυτιά έφτανε ίδια. Η ένταση μπορεί να χαμήλωσε, αλλά η μοναδική χροιά –στην οποία στηρίχτηκαν πάντα οι ερμηνείες της Αρλέτας– δεν αλλοιώθηκε. Ανάμεσα σ’ αυτά τα πρώτα τραγούδια μίλησε λίγο μόνο, κι αυτό κάπως με αποθάρρυνε. Φοβήθηκα ότι ίσως η Αρλέτα, εκτός από τη φυσική της δύναμη, έχασε και την όρεξη ή την αντοχή της για επικοινωνία. Ευχαρίστησε πάντως αρκετές φορές το κοινό που βρέθηκε στο Badminton. «Εσείς είστε η κυβέρνησή μου», είπε λίγο αργότερα κι ο κόσμος ανταπέδωσε με ζεστό χειροκρότημα, ενώ τη στήριξε με την ανταπόκρισή του και όσες φορές ξέχασε τους στίχους των τραγουδιών.
Ο πρώτος καλεσμένος –με τον οποίο μοιράστηκε το “Μη Μιλάς Άλλο Γι’ Αγάπη”– ήταν ο Διονύσης Σαββόπουλος. Πριν αποχωρήσει, μας τραγούδησε και το “Στη Συγκέντρωση Της Ε.Φ.Ε.Ε”, δημιουργώντας παραστάσεις από γεγονότα και συγκυρίες παλαιότερων δεκαετιών. Από εκείνες που, τότε, άλλοι πίστεψαν και άλλοι χρησιμοποίησαν. Με ανακούφιση άρχισα κατόπιν ν’ ακούω την Αρλέτα ν’ αφιερώνει τα τραγούδια της πότε «στα πιτσιρίκια που μεγάλωσαν στα μπαλκόνια του ενός μέτρου», όπως κι εκείνη, και πότε «στους απάτριδες του κέντρου, τους δικούς της συμπατριώτες». Είναι οι κάτοικοι του «τριγώνου του θανάτου», όπως αρέσκεται να ονομάζει την ταλαιπωρημένη επικράτεια Εξάρχεια-Ομόνοια-Κυψέλη στην οποία έχει περάσει όλη της τη ζωή. Χωρίς να θέλω να μειώσω τη δυναμική της στην τραγουδοποιία και στην ερμηνεία, νιώθω πως η Αρλέτα δεν είναι τόσο τα τραγούδια της, ούτε και η χαρακτηριστική φωνή της. Η Αρλέτα είναι αυτά που λέει: τα σχόλια και οι ιστορίες των τραγουδιών, μέσα από τις οποίες αφηγείται τόσο την προσωπική της πορεία, όσο κι ένα σημαντικό μέρος του παρελθόντος της Αθήνας.
Στο τραγούδι “Η Καλόγρια Η Τσιγγάνα” (σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη), η Αρλέτα θυμήθηκε πως χρωστά την πρώτη της σοβαρή κιθάρα. Το τραγούδι γράφτηκε λίγους μήνες πριν την επιβολή της χούντας, τότε που κατά την εκτίμησή της μπήκαμε στον γύψο και δεν βγήκαμε ακόμα –αντίθετα, χωνόμαστε όλο και βαθύτερα και δεν το συνειδητοποιούμε, καθώς ο γύψος είναι πολύ προστατευτικός και μας αρέσει. Διακριτικά κι αθόρυβα, εμφανίστηκε δίπλα της ο Φοίβος Δεληβοριάς για να πουν μαζί το “Ωροσκόπιο”, το οποίο έγραψε πρόσφατα για τη φωνή της (διασκευή του “St. James Infirmary Blues” με ελληνικούς στίχους). Ο Μανώλης Μητσιάς τραγούδησε λίγο μετά το “Ο Γιάννης Ο Φονιάς”, ενώ εμφανίστηκε και ο Κώστας Καράλης, με τον οποίον η Αρλέτα είχε μοιραστεί το 1975 την Τρίτη Ανθολογία του Σπανού. Με παραπομπή σ’ εκείνον τον δίσκο, ο ίδιος ο Γιάννης Σπανός –ως τελευταίος καλεσμένος της βραδιάς– κάθισε στο αρμόνιο για να παίξει το “Σε Είπανε Θεό”, σε ποίηση Δημήτρη Δούκαρη.
Αν όχι τα πιο σπουδαία, σίγουρα τα πιο γνωστά τραγούδια της η Αρλέτα τα κράτησε για το τέλος. Η “Σερενάτα”, το “Καφενείο” κι ο “Λύκος” μας έφεραν στο φινάλε, λίγο πριν τα μεσάνυχτα. «Κάπου θα σε συναντήσω, κάπου θα ’σαι, ευρώ», αποχαιρέτησε το κοινό της, παίζοντας με τους στίχους.
Μετά από 45 χρόνια στην ελληνική μουσική, η Αρλέτα κουβαλά την κουλτούρα, τους τρόπους και τις αξίες μιας παλιάς εποχής. Όσο μιλά και τραγουδά, οι αξίες αυτές μοιάζουν ολοένα και πιο προδομένες από τους –επώνυμους κι ανώνυμους– σύγχρονούς της που όρισαν τον τόπο και η παλιά εκείνη εποχή φαντάζει όλο και πιο μακρινή.