Πίσω από τη βαριά μαύρη κουρτίνα της αυλαίας στον Ελληνικό Κόσμο ακούγεται η φωνή της Χάρις Αλεξίου να σιγοψιθυρίζει τον πρώτο στίχο του Άρη Δαβαράκη από τη “Μπαλάντα Των Αισθήσεων Και Των Παραισθήσεων”: «σαν παλιό σινεμά…». Η κουρτίνα ανοίγει και η εντυπωσιακή ορχήστρα της ΕΡΤ –υπό τη διεύθυνση του μαέστρου Ανδρέα Πυλαρινού– ξεκινάει τη συναυλία-αφιέρωμα στις κινηματογραφικές μουσικές του Νίνο Ρότα, με ένα μικρό ποτ πουρί. Είναι αρκετό για να μπεις στον κόσμο, στις μουσικές, στην αισθητική του Νίνο Ρότα. Ο Μαρτσέλο Μαστρογιάννι, η Τζιουλέτα Μασίνα, o Μάρλον Μπράντο, η Κλαούντια Καρντινάλε παρελαύνουν από μπροστά σου, εμβληματικές φιγούρες χρόνων αλλοτινών που μπερδεύουν γλυκά τους ήχους του Ρότα, την αισθητική του Φεντερίκο Φελίνι, την Ιταλία μιας διαφορετικής εποχής.
Η Σύγχρονη Ορχήστρα της ΕΡΤ σε ταξιδεύει. Βιολιά, βιολοντσέλα, βιόλες, κλαρινέτα, τρομπόνια και ακορντεόν αν μη τι άλλο εντυπωσιάζουν τον θεατή. Όπως ένας έναστρος ουρανός εντυπωσιάζει πάντα ένα μικρό παιδί, κάθε φορά που τον αντικρίζει. Η Αλεξίου –με αέρα μεγάλης αρτίστας– ξεσκονίζει (ή ανακαλύπτει) το ιταλικό της ταμπεραμέντο και βουτάει στον κόσμο του Ρότα. Δεν είναι η Χαρούλα. Ο χώρος, ο άνθρωπος με τη μπαγκέτα εκεί μπροστά της, οι ήχοι των Α’ και Β’ βιολιών, ο κόσμος από κάτω, το φάντασμα του Ρότα, η επισημότητα του αφιερώματος επιβάλλουν στην Αλεξίου να ενδυθεί τον ρόλο της απόμακρης Χάρις. Τα πάντα είναι επιλογές.
Οι μελωδίες, οικίες για τα αυτιά των περισσοτέρων, γεμίζουν το θέατρο. Τραγούδια από τον Νονό, το La Strada, τον Καζανόβα και το Οκτώμισι αραδιάζονται στη σκηνή από μία Αλεξίου βαρύτονη και στομφώδη. Από τη μία προσπαθεί να ισορροπήσει στο ένδυμα της ιταλικής φινέτσας και από την άλλη να αποκρύψει ένα ελληνικό μπρίο, το οποίο όλο και καταπιέζεται. Συμπαθής και αγαπημένη παραμένει σίγουρα. Δεν χαιρετά τον κόσμο –δεν το επιτρέπει το πρωτόκολλο της παράστασης άλλωστε– βγάζει όμως εκείνες τις κατάλληλες αλλά μικρές δόσεις οικειοποίησης του μουσικού κόσμου του Ρότα. Σαν να το ξέρει, σαν να αγγίζει ένα μεγάλο κομμάτι του δικού της μουσικού θέλω.
Μικρά tips όπως οι όμορφες αφίσες που προβάλλονταν στο βάθος από τις ταινίες των Φελίνι, Κόπολα, Τζεφιρέλι και Βισκόντι, ο αρλεκίνος που χόρεψε σε ένα α-λα-ιταλικό θέατρο σκιών με φόντο το φεγγάρι και η ερμηνευτική συνδρομή του μικρού Θάνου Λάμπρου στα παιδικά τραγούδια “Bevete Piu Latte” και “Viva La Papa Col Pomodoro” έδωσαν έναν ευχάριστο τόνο σε μία συντηρητικών σκηνοθετικών προδιαγραφών παράσταση.
Ούσα έξυπνη, και με τη συνεργασία της Λίνας Νικολακοπούλου, η Αλεξίου επιλέγει να αποδώσει μερικά από τα τραγούδια στα ελληνικά. Ο κόσμος ανταποκρίνεται κι αυτή η κίνηση –ιδιοφυής κατ’ εμέ– δικαιώνει την επιλογή να είναι η Αλεξίου και όχι κάποια άλλη τραγουδίστρια, η πρέσβης των τραγουδιών του Νίνο Ρότα στο ελληνικό κοινό. Και δικαιώνεται γιατί ο μεγάλος σύμμαχος της Αλεξίου είναι η γλώσσα της. Σπάνια τη χάρηκα στις ξενόγλωσσες ερμηνείες της και αυτήν τη φορά η σύγκριση των μεταφρασμένων τραγουδιών με όσα ερμήνευσε στα ιταλικά έκανε τη ζυγαριά να γείρει προς τα πρώτα. Κάπως έτσι το “Godfather Waltz” έγινε η “Μπαλάντα Του Νονού” και η “Dolce Vita” έγινε στα χείλη της μια εξαιρετική “Γλυκιά Ζωή”…
Με το “Canzone Arrabbiata”, το πιο γνωστό τραγούδι του Ρότα για το ελληνικό (μη μυημένο) κοινό, έκλεισε το πρώτο μέρος, με το “Canzone Arrabbiata” πραγματοποιήθηκε και το encore της βραδιάς. Ήταν εκεί όπου η Χάρις Αλεξίου κατέβηκε και πλησίασε το κοινό σε μία κίνηση λαϊκότητας και τραγούδησε «Canto, per chi non ha fortuna…» ως μία αυθεντική λαϊκή Ελληνίδα τραγουδίστρια.
Παρανοϊκά γοητευτικό το αποτέλεσμα.