Υπό ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσαν οι φετινές ζωντανές εμφανίσεις της μουσικής τριανδρίας των Τσακνή, Ζιώγαλα και Μηλιώκα στην κεντρική σκηνή του Σταυρού Του Νότου –στις αρχές ειδικά αυτού του δύσκολου χειμώνα– να αποτελέσουν πόλο έλξης για το μουσικόφιλο κοινό της Αθήνας;
Μια πρόσφατη δισκογραφική δουλειά των τριών καλλιτεχνών με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μια δομή προγράμματος που θα βασιζόταν σε μια διαφορετική κεντρική ιδέα, κάποια πρωτότυπη μουσική σύμπραξη επί σκηνής θα μπορούσαν να είναι μερικές από αυτές... Αλλά καμιά δεν συνέτρεχε στην παρούσα συγκυρία, γεγονός που ανάγκασε τους τρεις καλλιτέχνες να βασίσουν τη συνεργασία τους σε αρκετά βαρύγδουπες διατυπώσεις για «ένα εκρηκτικό μείγμα γερόλυκων με πιτσιρικάδες», για το ροκ που «δεν γερνάει» και για αγαπημένα τραγούδια τα οποία «έχουν λόγο ύπαρξης και είναι παντός καιρού». Και το γεγονός νομίζω ότι ο χώρος στην πρεμιέρα τους το περασμένο Σάββατο δεν ήταν ασφυκτικά γεμάτος εξηγείται εν μέρει από την παραπάνω συλλογιστική.
Οι τρεις καλλιτέχνες επέλεξαν λοιπόν να βασίσουν το πρόγραμμά τους στον Σταυρό Του Νότου πάνω στις σημαντικότερες στιγμές της καλλιτεχνικής τους διαδρομής, εμπλουτίζοντάς το με εναλλαγές και με επί σκηνής συμπράξεις. Ο Διονύσης Τσακνής κατείχε τον κεντρικό ρόλο, καθώς έχει μια σημαντική πορεία που απολαμβάνει μάλιστα και αρκετής δημοφιλίας, έχοντας έτσι στις αποσκευές του τραγούδια που αντέχουν στο χρόνο. Όμως –σε αντίθεση με ό,τι ισχυρίστηκε η τριάδα– το ροκ τελικά γερνάει όταν δεν ανανεώνεται και η ανακύκλωση των ίδιων τραγουδιών χωρίς ίχνος από τη σπίθα των περασμένων χρόνων αδυνατεί να συγκινήσει και να προσελκύσει νέους ακροατές. Εξάλλου, η σύσταση του κοινού τη συγκεκριμένη βραδιά μα και οι συγκρατημένες αντιδράσεις του φάνηκε να ενισχύουν μια τέτοια διαπίστωση.
Ο Νίκος Ζιώγαλας τώρα, με σαφώς μικρότερο ρεπερτόριο το οποίο ανοίγεται και λίγο περισσότερο προς το έντεχνο τραγούδι, κατάφερε με την ενέργειά του και με κάποια παραδοσιακά τραγούδια που ενέταξε στο σετ του να προκαλέσει πιο ενθουσιώδεις αντιδράσεις. Όμως η πιο ενδιαφέρουσα παρουσία της βραδιάς ήταν τελικά εκείνη του Γιάννη Μηλιώκα, ο οποίος κατάφερε να επικοινωνήσει καλύτερα από όλους με τον κόσμο. Ενίοτε με διάθεση ρομαντισμού (“Ροζ’’), άλλοτε πιο εσωστρεφής (“Για Το Καλό Μου’’), ενέταξε στο πρόγραμμά του και διασκευές, πάντα με τη γνώριμη χιουμοριστική, σκωπτική μα και κριτική διάθεσή του –διάθεση που υποστήριξε και εκφραστικά στον Σταυρό Του Νότου. Απέδειξε έτσι ότι μόνος αυτός από την τριάδα διαθέτει όχι μόνο παρελθούσες επιτυχίες μα και μια ματιά πιο σύγχρονη και επίκαιρη στα μουσικά (και όχι μόνο) δρώμενα.
Ως προς τους καλλιτέχνες που κλήθηκαν να δώσουν μια πιο νεανική διάθεση στην παράσταση, ούτε η Γεωργία Γραμματικού, ούτε η Κασσιανή Λειψάκη, ούτε και οι νεοφερμένοι (απ’ τη Θεσσαλονίκη) On The Road δεν το κατάφεραν. Κι αυτό γιατί παρουσίασαν, ως επί το πλείστον, αδύναμα τραγούδια μέσα από εξίσου αδύναμες ερμηνείες.
Η απόδοση των μουσικών υπήρξε ικανοποιητική και δεν υπήρξε κάποια τεχνική αδυναμία ως προς τον ήχο και τον φωτισμό. Η ροή ωστόσο του προγράμματος (ως συνόλου) ήταν σε κάποια σημεία αναιμική –ιδιαίτερα μετά το διάλειμμα– κι αυτό, σε συνδυασμό με τη μεγάλη διάρκεια, ίσως κούρασε μέρος του κοινού.
Συνοψίζοντας, η παράσταση των Τσακνή, Ζιώγαλα και Μηλιώκα επιβεβαίωσε –πλην των θετικών εξαιρέσεων που προανέφερα– το δημιουργικό τέλμα μιας γενιάς ερμηνευτών και τραγουδοποιών, οι οποίοι αρκετά χρόνια πριν μπόρεσαν και προσέλκυσαν μεγάλο μέρος του μουσικόφιλου κοινού. Πόσο ακόμα όμως θα αντέξει η σκηνή την αναπαραγωγή νοσταλγικών στιγμών από το παρελθόν μιας «γερασμένης» δημιουργικότητας; Η νύχτα (και ο χρόνος) θα το πει...